Σαρωτικούς ελέγχους στα ακίνητα πραγματοποιούν οι ελεγκτικές υπηρεσίες της Εφορίας, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έχει καταβληθεί ο ΕΝΦΙΑ των περασμένων ετών.
Ωστόσο, η διαδικασία των ελέγχων, όπως την εφαρμόζει η ΑΑΔΕ, προκαλεί την αντίδραση των συμβολαιογράφων, οι οποίοι την χαρακτηρίζουν παράνομη και αρνούνται να συμμορφωθούν.
Ειδικότερα η ΑΑΔΕ έχει δώσει εντολές στους φοροελεγκτές να πραγματοποιήσουν ελέγχους στα ακίνητα προκειμένου να διαπιστώσουν εάν έχει καταβληθεί ο ΕΝΦΙΑ. Τους ζητούν συγκεκριμένα να τσεκάρουν εάν κατά τις μεταβιβάσεις των ακινήτων, που έχουν γίνει ή εκείνες που γίνονται, εάν ο πωλητής έχει προσκομίσει πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, που αποδεικνύει είτε ότι έχει πληρωθεί είτε ότι έχει διακανονιστεί η πληρωμή του σε δόσεις.
Από δειγματοληπτικούς ελέγχους που έχουν πραγματοποιηθεί, έχει προκύψει ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ακινήτων τα οποία μεταβιβάστηκαν χωρίς να υπάρχει στον «φάκελο» του συμβολαίου το πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ. Στο πλαίσιο αυτό, διατάχθηκαν έλεγχοι, οι οποίοι, όμως, όπως καταγγέλλουν οι συμβολαιογράφοι δεν είναι νόμιμοι.
Συγκεκριμένα αναφέρουν, ότι, προκειμένου να διενεργήσουν φορολογικούς ελέγχους για την ορθή εφαρμογή του άρθρου 54Α του Ν. 4174/2013 (έλεγχος πληρωμής ΕΝΦΙΑ), οι προς τούτο αρμόδιοι υπάλληλοι της φορολογικής διοίκησης και των Δ.Ο.Υ. απαιτούν από τους συμβολαιογράφους να προσκομίζουν στα γραφεία των ελεγκτών τα πρωτότυπα των συμβολαίων και το ευρετήριο καταχώρισης συμβολαίων.
«Η απαίτηση αυτή, δεν είναι νόμιμη» αναφέρει ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, καθώς όπως προσθέτει «δεν υπάρχει διάταξη νόμου, η οποία να προβλέπει δικαίωμα στους διενεργούντες φορολογικούς ελέγχους υπαλλήλους να ζητούν να προσκομίζονται τα πρωτότυπα των συμβολαίων και το ευρετήριο στα γραφεία τους και αντίστοιχη υποχρέωση των συμβολαιογράφων να συμμορφώνονται».
Εξηγούν επίσης ότι «ο συμβολαιογράφος, ως δημόσιος λειτουργός, οφείλει και έχει υποχρέωση υπηρεσιακή να φυλάσσει τα πρωτότυπα των συμβολαίων και το ευρετήριο, τα οποία είναι δημόσια έγγραφα, στο γραφείο του, δηλαδή σε χώρο απολύτως ελεγχόμενο και φυλασσόμενο από τον ίδιο. Δε νοείται περιφορά των πρωτοτύπων συμβολαίων και του ευρετηρίου εκτός του γραφείου του συμβολαιογράφου.
Ειδικότερα το ευρετήριο, στο οποίο καταχωρίζονται, όπως ο νόμος ορίζει, όλες οι πράξεις που καταρτίζονται συμβολαιογραφικά, περιέχει στοιχεία και για πράξεις που άπτονται ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (π.χ. αναγνωρίσεις εκτός γάμου τέκνων ή διαθήκες, τις οποίες μάλιστα απαγορεύεται ακόμα κι ο εποπτεύων εισαγγελέας να ελέγξει). Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι δεν είναι επιτρεπτό το περιεχόμενο του ευρετηρίου να λαμβάνει δημοσιότητα και να ωθείται σε παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας ο ελεγχόμενος συμβολαιογράφος, λόγω ενδεχομένης άγνοιας των ειδικών διατάξεων νόμου που διέπουν την άσκηση του συμβολαιογραφικού λειτουργήματος από τους ελεγκτές – υπαλλήλους της φορολογικής διοίκησης.
Παραθέτουν δε, και τη διάταξη του του Ν. 4174/2013 που αναφέρει ότι «ο φορολογούμενος υποχρεούται να συνεργάζεται πλήρως και να διευκολύνει το έργο του οριζόμενου για τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου υπαλλήλου της Φορολογικής Διοίκησης. Ο οριζόμενος υπάλληλος δεν δύναται να μετακινεί βιβλία και στοιχεία ή έγγραφα που έχουν τεθεί στη διάθεση του σε άλλο τόπο, εκτός εάν ο φορολογούμενος αδυνατεί να παράσχει αμέσως αληθή και ακριβή αντίγραφα, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24. Σε αυτή την περίπτωση, τα έγγραφα και στοιχεία είναι δυνατόν να απομακρυνθούν από τις εγκαταστάσεις έναντι απόδειξης παραλαβής και επιστρέφονται στον φορολογούμενο εντός δέκα (10) ημερών από την παραλαβή. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται ανάλογα τα αναφερόμενα στο άρθρο 24 παρ. 4 του Κώδικα.».
Συνεπώς, αναφέρει ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, απευθυνόμενος στα μέλη του, ότι «σε περίπτωση που καλείσθε από υπάλληλο Δ.Ο.Υ. ή άλλης υπηρεσίας της φορολογικής διοίκησης να προσκομίσετε στο γραφείο του πρωτότυπα συμβολαίων και το ευρετήριο δεν θα συμμορφώνεσθε στην αξίωση αυτή και θ’ αρνείσθε.
»Επιπλέον, θα αναφέρετε το συγκεκριμένο γεγονός στον Σύλλογό σας, ώστε αυτός στη συνέχεια να καταγγείλει το γεγονός αυτό στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών».
Επισημαίνεται ότι οι συγκεκριμένοι έλεγχοι διενεργούνται σε εκτέλεση σχετικών εντολών και κατ’ εφαρμογή των οδηγιών που παρασχέθηκαν στους ελεγκτές με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.. Επομένως, οι ελεγκτές υπάλληλοι πρέπει αυστηρά να τηρούν τις δοθείσες σε αυτούς οδηγίες και να μην υπερβαίνουν τα όρια της σχετικής εντολής ζητώντας στοιχεία που εμπίπτουν σε άλλους φορολογικούς ελέγχους (π.χ. βιβλίο εσόδων – εξόδων).