Του Σωτήρη Ρούσσου*
Η εξωτερική πολιτική παρά το γεγονός ότι βαραίνει σε ποσοστό κάτω του 5% στην απόφαση για την ψήφο σε εθνικές εκλογές παραμένει πάντοτε στο κέντρο του επίσημου αλλά και του ανεπίσημου δημόσιου διαλόγουκαι μπορεί να διεγείρει την προσοχή και τα πάθη της κοινωνίας. Αυτός ο ανεπίσημος διάλογος (στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σήμερα, στα καφενεία και στα «πηγαδάκια» παλαιότερα) δείχνει και την συλλογική συνείδηση για τη διεθνή θέση της χώρας. Ουσιαστικά τα ερωτήματα σχετίζονται με τρεις κατηγορίες: τις απειλές, το δίπολο εχθροί/φίλοι και τη θέση της χώρας στους διεθνείς συνασπισμούς. Η μελέτη του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ καλύπτει τις δύο πρώτες κατηγορίες και έμμεσα την τρίτη.
Για να έχουμε μια καλύτερη προσέγγιση αντιπαραβάλω τα αποτελέσματα μια αντίστοιχης δημοσκόπησης πριν από 35 χρόνια. Σκοπός είναι να εξετάσουμε αν σε εντελώς διαφορετικές καταστάσεις από πλευράς δομής διεθνούς συστήματος, οι τάσεις παραμένουν ίδιες ή διαφοροποιούνται και αυτές αναλόγως. Επίσης μπορούμε να εξετάσουμε αν οι ιδεολογικές και πολιτικές συνθήκες εντός της Ελλάδας προφανώς διαφορετικές τότε και τώρα επηρεάζουν αναλόγως τις τάσεις αυτές. Χρησιμοποιούμε λοιπόν μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Foreign Policy το 1985 και αναφέρεται στην περίοδο 1982-1984.
Την περίοδο εκείνη η απειλή από τον Βορρά, δηλαδή από τα γειτονικά σοσιαλιστικά κράτη έχει εξαλειφθεί στην αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας ενώ αντίθετα η Τουρκία αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για το 90% των Ελλήνων. Λίγο περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες θεωρούσαν τις ΗΠΑ ως τη δεύτερη μεγαλύτερη απειλή. Μόνο ο ένας στους τέσσερις θεωρούσε τη Σοβιετική Ένωση ως απειλή, ενώ η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία αποτελούσαν απειλή μόνο για έναν στους δέκα Έλληνες.
Την ίδια στιγμή οι Έλληνες επεδείκνυαν έντονη δυσπιστία προς τις δυτικές συμμαχίες. Μόλις το ένα τρίτο επιθυμούσε διεύρυνση της συνεργασίας εντός του ΝΑΤΟ, την εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων στη Δυτική Ευρώπη ως αντιστάθμισμα των σοβιετικών SS-20 και την παρουσία των αμερικανικών βάσεων στην χώρα. Το ίδιο μάλλον χαμηλό ποσοστό υποστήριζε την ένταξη της Ελλάδας ως πλήρες μέλος στην ΕΟΚ και την σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Αυτό όμως δεν σήμαινε αυτομάτως και ιδιαίτερη συμπάθεια ή πολιτική προσέγγιση με τον σοβιετικό συνασπισμό. Περίπου τα δύο τρίτα είχαν μάλλον αρνητική εικόνα και για τις δύο υπερδυνάμεις και το ρόλο τους. Μόλις ένας στους δέκα θα ήθελε να δει την Ελλάδα στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας ενώ η πλειοψηφία προτιμούσε μια ουδέτερη στάση κρατώντας αποστάσεις από τις δύο υπερδυνάμεις.
Η έρευνα του ΕΝΑ παρουσιάζει ανάλογα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα στην κατηγορία των απειλών. Θα ήταν ενδιαφέρον να συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο των κρατών προς αξιολόγηση και διεθνείς δυνάμεις όπως, ΗΠΑ, Ρωσία, Γερμανία και Κίνα ώστε να έχουμε ακριβείς αναλογίες. Πάντως και στην έρευνα του ΕΝΑ οι βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, FYROM, Αλβανία) δεν αποτελούν απειλή για την μεγάλη πλειονότητα των ερωτηθέντων κάτι που συμβαδίζει με τα ευρήματα της έρευνας του 1985. Γενικότερα είναι φανερό ότι η ύπαρξη αλυτρωτικών αιτημάτων και μειονοτήτων μεταξύ των κρατών επηρεάζει την αντίληψη στο δίπολο εχθρός/φίλος στην έρευνα του ΕΝΑ. Τα στοιχεία αυτά δεν επηρεάζουν τα ευρήματα του 1982-1984 αφού αυτά καλύπτονται από το βαρύ πέπλο της ψυχροπολεμικής διαίρεσης. Σε κάθε περίπτωση όμως το βαλκανικό πλαίσιο θεωρείται ένα φερέγγυο πλαίσιο συνεργασίας ακόμη και με αυτά τα προβλήματα. Το 1982-1984 η ελληνική κοινή γνώμη φαίνεται έτοιμη να υπερβεί το ψυχροπολεμικό διαχωρισμό και να δεχτεί συνεργασία με τις βαλκανικές χώρες, μιας και δεν θεωρεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μια από τις κύριες απειλές ασφάλειας. Κάτι ανάλογο φαίνεται να υπάρχει και σήμερα με την συντριπτική υπεροχή της καταφατικής απάντησης στην ερώτηση αν «η συνεργασία μεταξύ των χωρών των Βαλκανίων θα βελτιώσει τους δείκτες ευημερίας στην περιοχή».
Η τάση αυτή είναι πολύ σημαντική γιατί δείχνει μια μεγάλη δυναμική στην ελληνική κοινωνία για συγκρότηση συμμαχιών στα Βαλκάνια, δημιουργώντας ακόμη και εντός της ΕΕ τις συνθήκες για ένα βαλκανικό Βίζεγκραντ, σε περίπτωση επίλυσης του «ονοματολογικού» θέματος με τα Σκόπια. Άλλωστε ιστορικά οι βαλκανικές συμμαχίες ήταν οι πιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση του εξ Ανατολών κινδύνου.
Σταθερή παραμένει η Τουρκία στην πρώτη θέση μεταξύ των απειλών. Πρόκειται για μια τάση σχεδόν αναλλοίωτη μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή της βορείας Κύπρου. Το γεγονός αυτό τείνει να μετατραπεί σε τραύμα που θα επιβαρύνει δυσμενώς τις σχέσεις με την γείτονα ακόμη και αν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν είναι τόσο απογοητευτικές. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε τη γενική πεποίθηση ότι το ισοζύγιο ισχύος ρέπει σαφώς προς το μέρος της Τουρκίας. Είναι σημαντικό να διαπιστώσουμε ότι η σχέση απειλής και ισοζυγίου ισχύος είναι σημαντική αλλά όχι καθοριστική. Τη διετία του 1982-84 το ισοζύγιο ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας παραμένει ισορροπημένο και είναι καταφανώς καλύτερο από το σημερινό σε όλους τους τομείς. Παρά ταύτα το αίσθημα απειλής στην έρευνα του 1985 είναι περίπου τόσο ισχυρό όσο και στην έρευνα του ΕΝΑ. Είναι περισσότερο η ήττα του 1974 αυτό που καθορίζει την πρώτη έρευνα ενώ ο τουρκικός αναθεωρητισμός επηρεάζει τη δεύτερη.
Στις διεθνείς συμμαχίες βλέπουμε και στις δύο περιπτώσεις μια έλλειψη εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητα τους. Ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η ΕΟΚ φαινόταν να δίνουν εχέγγυα για την ασφάλεια της Ελλάδας στην έρευνα του 1985. Αλλά και στην έρευνα του ΕΝΑ η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δεν φαίνεται να αποτελεί τον δρόμο για επίλυση των διμερών προβλημάτων και εμβάθυνση της συνεργασίας. Ενώ για τις χώρες που δεν συνιστούν σημαντική απειλή (ανεξάρτητα αν θεωρούνται φιλικές ή εχθρικές) η είσοδος στην ΕΕ προμηνύει θετικά αποτελέσματα, η απάντηση στο ίδιο ερώτημα για την Τουρκία είναι καταφανώς αρνητική. Έμμεσα δηλαδή αποτιμάται αρνητικά ο ρόλος της ΕΕ στην ενδυνάμωση της ασφάλειας της χώρας.
Θα είχε ενδιαφέρον πάντως να υπάρξει ένα δεύτερο μέρος της έρευνας που θα περιλάμβανε ερωτήσεις για την εκτίμηση και την αποτίμηση της επιρροής της ΕΕ. και του ΝΑΤΟ στην ελληνική εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την μεγάλη συζήτηση για τον «εξευρωπαϊσμό» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (the process of europeanisation) και το αδιέξοδο της ελληνικής στρατηγικής για επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών μέσω της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε την ανθεκτικότητα της πρόσληψης απειλής/ασφάλειας σχετικά με την Τουρκία τα τελευταία 30 χρόνια, που εδράζεται στην αντικειμενική υποχώρηση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος και στο σύνδρομο της ήττας του 1974.
* ο κ. Ρούσσος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr
Αναδημοσίευση από τον ιστοχώρο του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ