Σε υποβάθμιση των προβλέψεών του για την ανάπτυξη στην Ευρώπη προχώρησε το ΔΝΤ, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες που δημιουργεί ο εμπορικός πόλεμος. Όμως, η ελληνική οικονομία «διασώζεται» από το γενικό φρενάρισμα, με το Ταμείο να διατηρεί σταθερή την πρόβλεψή του για το 2025 και να την αναβαθμίζει οριακά για το 2026.
Σύμφωνα με την ειδική έκθεση του ΔΝΤ για την ευρωπαϊκή οικονομία,
- Για τη ζώνη του ευρώ, προβλέπονται ρυθμοί ανάπτυξης 0,8% και 1,2% για το 2025 και 2026. Το μέγεθος της υποβάθμισης σε σχέση με τις τελευταίες προβλέψεις μας τον Ιανουάριο του 2025 είναι -0,2 ποσοστιαίες μονάδες και για τα δύο έτη.
- Η αύξηση των δασμών στις ΗΠΑ, η αυξημένη αβεβαιότητα και η αυστηρότερη χρηματοπιστωτικές συνθήκες εξασθενούν τη δραστηριότητα το 2025 και επηρεάζουν αρνητικά την αναμενόμενη ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης το 2026 και το 2027.
Το Ταμείο σημειώνει ότι η πρόβλεψη περιλαμβάνει όλες τις ανακοινώσεις δασμών (δασμοί των ΗΠΑ στην ΕΕ) έως τις 4 Απριλίου 2025, με εκτιμώμενο πραγματικό δασμολογικό συντελεστή των ΗΠΑ περίπου 15%.
Σε αυτό το σκηνικό οικονομικής επιβράδυνσης, η ελληνική οικονομία είναι από τις λίγες για τις οποίες το ΔΝΤ δεν υποβαθμίζει τις προβλέψεις του, καθώς δεν έχει μεγάλη έκθεση στο παγκόσμιο εμπόριο και στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες.
Για την Ελλάδα, το Ταμείο διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψη για ανάπτυξη 2% το 2025, ενώ για το 2026 αναβαθμίζει την πρόβλεψη από 1,7% σε 1,8%.
Οι κίνδυνοι
Όπως τονίζει το Ταμείο, οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη είναι καθοδικοί, καθώς οι εμπορικές εντάσεις και η αβεβαιότητα θα μπορούσαν να επιδεινωθούν περαιτέρω. Οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες θα μπορούσαν να γίνουν αυστηρότερες και παρόλο που το χρηματοπιστωτικό σύστημα φαίνεται γενικά ανθεκτικό, θα μπορούσαν να εμφανιστούν πιέσεις.
Μεγαλύτερη δημοσιονομική χαλάρωση λόγω των υψηλότερων αμυντικών δαπανών και των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη, ιδίως μετά το 2025.
Οι υποβαθμίσεις θα ήταν μεγαλύτερες αν δεν υπήρχαν αντισταθμιστικοί παράγοντες:
• Νέες δημόσιες δαπάνες, όπως το πακέτο υποδομών ύψους 500 δισ. ευρώ της Γερμανίας και
αυξημένες αμυντικές δαπάνες σε όλη την Ευρώπη στηρίζουν τη ζήτηση στο μέλλον.
- Συνολικά, οι επιδράσεις αυτών των πρόσθετων δαπανών στην ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ είναι 0,1 και 0,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2025 και το 2026.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, το Ταμείο παρατηρεί ταχύτερη σύγκλιση προς τους στόχους λόγω του χαμηλότερου κόστους ενέργειας της μειωμένης ζήτησης. Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται να επιτύχει τον στόχο με διατηρήσιμη βάση το β ́ εξάμηνο του 2025 ελαφρώς ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ευρώπης χρειάζονται κάποια ενίσχυση, τονίζει το Ταμείο. Οι αλλαγές στο εξωτερικό περιβάλλον έρχονται σε μια εποχή βαθιών δομικών μετασχηματισμών:
• Ο πληθυσμός της Ευρώπης γερνάει και μέχρι το 2050 ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα έχει
συρρικνώθηκε σε περισσότερα από τα δύο τρίτα των χωρών της ΕΕ.
• Η άφιξη νέων τεχνολογιών στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και της τεχνητής νοημοσύνης έχει τη δυνατότητα να να μετασχηματίσει ολόκληρους κλάδους και υπηρεσίες,
- Το ενεργειακό κόστος έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
• Τέλος, οι ιδιωτικές επενδύσεις και η αύξηση της παραγωγικότητας έχουν επιβραδυνθεί εδώ και αρκετό καιρό.
Περισσότερο, όχι λιγότερο εμπόριο
Η Ευρώπη πρέπει να στοχεύει σε περισσότερο, όχι σε λιγότερο εμπόριο.
• Η διατήρηση του ανοικτού χαρακτήρα της οικονομίας είναι ζωτικής σημασίας, δεδομένης της σημασίας του εμπορίου. Η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να επεκτείνει το δίκτυο συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών.
• Κατά την αντιμετώπιση εμπορικών κλυδωνισμών, κάθε στήριξη προς βιώσιμες επιχειρήσεις με στόχο
τον μετριασμό των επιπτώσεων των δασμών θα πρέπει να είναι προσωρινός και στοχευμένος. Η Ευρώπη πρέπει να προστατεύσει ανθρώπους, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην σταθούμε εμπόδιο στο αναπόφευκτο διαρθρωτικές αλλαγές.
• Τέλος, θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά ο αντίκτυπος της πιθανής εκτροπής του εμπορίου. Οι μεγάλοι δασμοί μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα φέρουν ενδεχομένως πρόσθετες εισαγωγές σε Ευρώπη. Οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις μας είναι για υψηλότερες εισαγωγές από την Κίνα περίπου 0,25% του ΑΕΠ της ΕΕ βραχυπρόθεσμα. Η εκτροπή του εμπορίου πιθανότατα θα μείωνε επίσης το κόστος εισροών για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και τις τιμές για τους καταναλωτές. Συνολικά, οι επιπτώσεις από αυτό το κανάλι φαίνεται να είναι διαχειρίσιμου μεγέθους. Και οι ευρωπαϊκές εξαγωγές θα πιθανόν να επηρεαστεί επίσης.
Διασφάλιση της σταθερότητας
Οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να διασφαλίσουν τη σταθερότητα μέσω ισορροπημένων
μακροοικονομικών πολιτικών.
• Οι ρυθμοί πληθωρισμού πλησιάζουν πλέον τους στόχους. Με την επιτυχία της προσπάθειας της ΕΚΤ για μείωση του πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να ομαλοποιούν τη νομισματική πολιτική
με προσοχή. Οι παγκόσμιες εντάσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέα άνοδο των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, αν και μια βαθύτερη οικονομική ύφεση στην Ευρώπη θα τις πίεζε προς τα κάτω.
• Η νομισματική πολιτική πρέπει να παραμείνει ευέλικτη και εστιασμένη στη διαρκή επίτευξη των στόχων. Συνιστούμε στην ΕΚΤ να μειώσει το επιτόκιο πολιτικής στο 2% αυτό το καλοκαίρι και να το διατηρήσει εκεί, εκτός από αν υπάρχουν μεγάλοι κραδασμοί.
• Για τις περισσότερες χώρες, η ανασύσταση των δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας παραμένει προτεραιότητα. Εκείνες με χαμηλά ελλείμματα και το χρέος μπορούν προσωρινά να εξυπηρετήσουν τις αμυντικές δαπάνες, αλλά θα πρέπει να επιστρέψουν στους στόχους βιωσιμότητας του χρέους με την πάροδο του χρόνου. Χώρες με υψηλό χρέος θα πρέπει είτε να ανακατανείμουν τις δαπάνες είτε να ενισχύσουν τα δημοσιονομικά έσοδα χωρίς καθυστέρηση.
Ανάγκη για μεταρρυθμίσεις
Τέλος, η Ευρώπη πρέπει να ανταποκριθεί στη στιγμή και να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα.
Η υιοθέτηση του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο μπορεί να ξεκλειδώσει το αναπτυξιακό δυναμικό της Ευρώπης.
• Οι φραγμοί στο εμπόριο εντός της ΕΕ εξακολουθούν να είναι σημαντικοί.
• Η δυνητική ισχύς της ολοκλήρωσης είναι τεράστια. Η τελευταία διεύρυνση το 2004, οδήγησε τα νέα κράτη μέλη να αυξήσουν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους κατά 30% μετά από 15 χρόνια σε σχέση με αυτό που θα ήταν χωρίς την ένταξη.
• Εκτιμούμε ότι επιλεγμένες, εφαρμόσιμες μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσαν αύξηση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά περίπου 3% την επόμενη δεκαετία.