Οι κινεζικοί δασμοί σε μια ευρεία γκάμα αμερικανικών αγροτικών προϊόντων τέθηκαν επίσημα σε ισχύ, αποτελώντας την τελευταία κίνηση αντιποίνων στη συνεχιζόμενη εμπορική σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.
Η προθυμία της Κίνας να χρησιμοποιήσει τα τρόφιμα ως αντίμετρο απέναντι στις ΗΠΑ – παραδοσιακά έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές της – υπογραμμίζει τόσο την επιτυχία της κυβέρνησης στην ενίσχυση της αγροτικής αυτάρκειας, όσο και την επίδραση της επιβράδυνσης της οικονομίας στη ζήτηση.
Οι νέοι δασμοί, που κυμαίνονται μεταξύ 10% και 15% σε έναν εκτενή κατάλογο προϊόντων, από σιτηρά και πρωτεΐνες έως βαμβάκι και φρέσκα προϊόντα, ακολουθούν προηγούμενα μέτρα που στόχευαν στην ενέργεια και τα κρίσιμα μέταλλα. Παράλληλα, ανεστάλησαν οι εισαγωγές σόγιας από τρεις αμερικανικές εταιρείες, όπως και όλες οι αγορές αμερικανικής ξυλείας.
Σε ξεχωριστή κίνηση το Σάββατο, το Πεκίνο επέβαλε αντίποινα και στον Καναδά, με δασμούς σε αγροτικά προϊόντα που θα τεθούν σε ισχύ στις 20 Μαρτίου.
Η διατροφική επάρκεια των 1,4 δισεκατομμυρίων πολιτών παραμένει ύψιστη προτεραιότητα. Αν και η Κίνα εξακολουθεί να αποτελεί βασική εξαγωγική αγορά για τις κυρίως Ρεπουμπλικανικές πολιτείες της αμερικανικής αγροτικής ζώνης, οι προσπάθειες του Πεκίνου να αναδιαμορφώσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες μετά τον πρώτο εμπορικό πόλεμο επί προεδρίας Τραμπ έχουν περιορίσει τη διαπραγματευτική ισχύ της Ουάσινγκτον.
Η κινεζική αυτάρκεια και η αλλαγή των ισορροπιών
Η απογοητευτική ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας μετά την πανδημία έχει επιφέρει ένα αναπάντεχο πλεόνασμα τροφίμων, καθιστώντας τη διαχείριση της εγχώριας υπερπροσφοράς επείγον ζήτημα. Οι τιμές του τοπικού σιταριού βρίσκονται σε χαμηλά πενταετίας, ενώ οι εισαγωγές καλαμποκιού έχουν καταρρεύσει. Τα τελευταία στοιχεία της Κυριακής κατέδειξαν πως η καταναλωτική αποπληθωριστική πίεση εντείνεται, με τις τιμές των τροφίμων να σημειώνουν απότομη πτώση.
Σε απάντηση, η κινεζική κυβέρνηση επιχειρεί να προστατεύσει τους εγχώριους παραγωγούς, περιορίζοντας τις εισαγωγές σιτηρών όπως το κριθάρι και το σόργο, ενώ οι παραδόσεις σόγιας καθυστερούν.
Η αυξημένη διάθεση του Πεκίνου να επιβάλει εμπορικούς φραγμούς – από ελαιοκράμβη και όσπρια μέχρι θαλασσινά, κρέας και γαλακτοκομικά – αποκαλύπτει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν προβληματίζονται ιδιαίτερα για την παρεμπόδιση των εισαγωγών, ειδικά όσον αφορά στα πιο ακριβά προϊόντα, τα οποία ήδη δέχονται πλήγμα από την επιφυλακτικότητα των καταναλωτών στις δαπάνες.
Συσσώρευση αποθεμάτων και διαρθρωτικές αλλαγές
Καθοριστικής σημασίας για τη στρατηγική αυτή είναι η ιστορικά υψηλή παραγωγή σιτηρών και η απόφαση της κυβέρνησης να αξιοποιήσει την παρούσα συγκυρία για την ενίσχυση των αποθεμάτων της. Στην ετήσια κοινοβουλευτική σύνοδο, που ολοκληρώνεται αυτή την εβδομάδα, το Πεκίνο αύξησε τόσο τον στόχο παραγωγής για το έτος, όσο και τον προϋπολογισμό για την αποθήκευση τροφίμων.
Επιπλέον, προωθούνται τεχνικά μέτρα όπως η μείωση της χρήσης σογιάλευρου στις ζωοτροφές – μια ένδειξη του διαρκούς άγχους για την εξάρτηση των εγχώριων κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων από τις εισαγωγές ξένης σόγιας.
Η σόγια είναι το μεγαλύτερο αγροτικό προϊόν που εξάγουν οι ΗΠΑ στην Κίνα, με αξία σχεδόν 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2024. Τα τελευταία χρόνια, το Πεκίνο καταβάλλει συντονισμένες προσπάθειες να μειώσει την εξάρτησή του από αμερικανικούς προμηθευτές και να στραφεί προς λιγότερο «ανταγωνιστικές» χώρες, όπως η Βραζιλία.
Με δεδομένη την εποχικότητα της παγκόσμιας παραγωγής, η Νότια Αμερική αναμένεται να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος των κινεζικών εισαγωγών τουλάχιστον έως το τέταρτο τρίμηνο. Έτσι, ο δασμός 10% στη σόγια των ΗΠΑ πιθανότατα θα έχει περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο.
Το επόμενο στάδιο: Από την αυτάρκεια στην ανάκαμψη
Αναμφίβολα, η κινεζική κυβέρνηση επιδιώκει να αναζωογονήσει την οικονομία της, και βασικό μέρος αυτού του στόχου είναι να ενθαρρύνει τους καταναλωτές να αυξήσουν τις δαπάνες τους. Μια επιτυχημένη δημοσιονομική τόνωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο των τιμών των τροφίμων, επηρεάζοντας και τις πολιτικές για τις εισαγωγές.
Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα μπορούσαν να διαταράξουν τη γεωργική παραγωγή, μεταβάλλοντας τους υπολογισμούς του Πεκίνου.
Ωστόσο, προς το παρόν, η στόχευση των αμερικανικών αγροτικών προϊόντων αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά και χαμηλού κόστους όπλα στο εμπορικό οπλοστάσιο της Κίνας.