Η γερμανική οικονομία, η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, εισέρχεται σε μία νέα φάση έντονης αβεβαιότητας. Παρά τις προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αδύναμες. Σύμφωνα με την Bundesbank, η οικονομική δραστηριότητα κατά το τρίτο τρίμηνο παρέμεινε, στην καλύτερη περίπτωση, στάσιμη, επιβεβαιώνοντας τα σημάδια αδυναμίας που παρατηρούνται εδώ και αρκετούς μήνες.
Η Bundesbank τονίζει πως για το τρίτο τρίμηνο δεν καταγράφεται ουσιαστική άνοδος του ΑΕΠ, με την οικονομία να «παραμένει στην καλύτερη περίπτωση στάσιμη».
Παράλληλα, ο μεταποιητικός κλάδος της Γερμανίας αντιμετωπίζει διαρθρωτικά προβλήματα, όπως υποχρησιμοποίηση παραγωγικής ικανότητας, μειωμένες παραγγελίες και χαμηλή ζήτηση εξαγωγών, γεγονότα που επιβαρύνουν τις επενδύσεις. Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ και η υποτονική ζήτηση από μεγάλες αγορές διεθνώς πλήττουν την εξαγωγική δραστηριότητα της χώρας, λειτουργώντας ως «βαρίδια» για την ανάπτυξη.
Τα νοικοκυριά εμφανίζουν συγκρατημένες δαπάνες, ενώ οι επενδύσεις δεν ανακάμπτουν με τον αναμενόμενο ρυθμό. Η αβεβαιότητα περιορίζει τον επενδυτικό ορίζοντα, γεγονός που σε συνδυασμό με τα προβλήματα της βιομηχανίας δημιουργεί μια εικόνα στασιμότητας που επηρεάζει όλους τους οικονομικούς δείκτες.
Η δομή της γερμανικής οικονομίας, με έμφαση στη μεταποίηση και τις εξαγωγές, την καθιστά ευάλωτη σε διεθνείς αναταράξεις, ενώ η χαμηλή αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων σημαίνει ότι υπάρχει «κρυφή» πλεονάζουσα ικανότητα η οποία δεν χρησιμοποιείται. Η καθυστερημένη ανάκαμψη των επενδύσεων και η χαμηλή ιδιωτική κατανάλωση επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση.
Οι προοπτικές για το μέλλον δείχνουν ότι η Γερμανία δεν αναμένεται να παρουσιάσει σημαντική ανάπτυξη το 2025, με το οικονομικό έτος πιθανό να κλείσει κοντά στο μηδέν.
Για το 2026 προβλέπεται κάποια ανάκαμψη, ωστόσο με ρυθμό που δεν θα εκτοξεύσει την οικονομία. Κρίσιμος παράγοντας θα είναι η ικανότητα της χώρας να μεταβεί από το εξαγωγικά‑ενεργό μοντέλο σε ένα πιο διαφοροποιημένο, με έμφαση στην εγχώρια ζήτηση, στην τεχνολογία και στις υπηρεσίες.
Η εφαρμογή υποδομών, οι επενδύσεις στην «πράσινη» οικονομία και η αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης θα καθορίσουν αν η στασιμότητα θα διαρκέσει ή θα αποτελέσει παρελθόν.
Η στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας επηρεάζει όχι μόνο τη χώρα, αλλά και την υπόλοιπη Ευρωζώνη, δεδομένου ότι αποτελεί την οικονομική «μηχανή» της περιοχής.
Οι εταιρείες που βασίζονται σε εξαγωγές προς τη Γερμανία ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μειωμένη ζήτηση, ενώ τράπεζες και χρηματοοικονομικοί οργανισμοί θα πρέπει να επανεκτιμήσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με γερμανικές εκθέσεις.
Τα επενδυτικά κεφάλαια που τοποθετούνται σε γερμανικές μετοχές ή ομόλογα θα πρέπει να λάβουν υπόψη τη χαμηλή δυναμική της οικονομίας, καθώς η στασιμότητα δημιουργεί ένα πιο απαιτητικό επενδυτικό περιβάλλον.
Η εικόνα της γερμανικής οικονομίας για το τρίτο τρίμηνο είναι σαφής: στάσιμη, χωρίς σαφή ώθηση προς ανάπτυξη. Τα διαρθρωτικά προβλήματα, η εξωτερική πίεση και η περιορισμένη εγχώρια ζήτηση συνθέτουν ένα απαισιόδοξο σκηνικό.
Ωστόσο, οι προοπτικές δεν είναι απολύτως αρνητικές, καθώς η πραγματική πρόκληση έγκειται στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα επαναφέρουν ανταγωνιστικότητα και δυναμική.
Η Γερμανία παρακολουθείται στενά ως χώρα-κλειδί για την ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ η μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο και διαφοροποιημένο οικονομικό μοντέλο θα απαιτήσει χρόνο και στρατηγική.