Από τον περασμένο Απρίλιο είχαμε επισημάνει ότι πληθαίνουν οι παραινέσεις και οι πιέσεις προς την Ουκρανία για μία «παραχώρηση εδαφών», προκειμένου να τερματιστεί ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας, κάτι που εγκυμονεί ακόμη και τον κίνδυνο της «φινλανδοποίησης» για τους Ουκρανούς. (Σημειωτέον ότι το 1940, με τη Συνθήκη της Μόσχας, η Φινλανδία είχε ουσιαστικά «εξαγοράσει» την ανεξαρτησία της από τη Σοβιετική Ένωση παραχωρώντας το 11% των εδαφών της).
Μία πρώτη αποτίμηση της συνόδου για την Ουκρανία στην Ουάσινγκτον όχι μόνο δεν ανατρέπει, αλλά μάλλον ενισχύει αυτή την εντύπωση. Θα ήταν υπερβολικό να συμμεριστούμε την εκτίμηση του Spiegel Online ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έδρασε ωσάν να ήταν «διαπραγματευτής του Πούτιν», ωστόσο όλα δείχνουν ότι ο Ρώσος πρόεδρος δεν βγήκε χαμένος από τις διαβουλεύσεις, στις οποίες μάλιστα δεν συμμετείχε καν διά ζώσης. Συν τοις άλλοις ο Τραμπ, στις πρώτες του δηλώσεις μετά τη σύνοδο της Ουάσινγκτον στο Fox News, καλεί τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι «να δείξει και αυτός κάποια ευελιξία».
Εκχώρηση εδαφών και «επιβολή»
Ασφαλώς, όπως επισήμανε για μία ακόμη φορά στην πλατφόρμα X ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς μετά το πέρας των κρίσιμων διαβουλεύσεων, «δεν επιτρέπεται να επιβληθεί εκχώρηση εδαφών στην Ουκρανία». Αυτό επιτάσσει άλλωστε και το διεθνές δίκαιο. Τι γίνεται όμως σε περίπτωση που η εκχώρηση εδαφών δεν «επιβάλλεται» αλλά «επιλέγεται» οικειοθελώς από την ίδια την Ουκρανία υπό το βάρος δυσμενών εξελίξεων και γεωπολιτικών υπολογισμών;
Ας θυμηθούμε- χωρίς να συγκρίνουμε γεωπολιτικά δεδομένα και συσχετισμούς δυνάμεων- ότι μόλις το 2018 η Σερβία είχε προτείνει την οικειοθελή ανταλλαγή εδαφών με το Κόσοβο, προσβλέποντας σε εθνικά ομοιογενή εδάφη και προσπαθώντας να σπάσει τον γόρδιο δεσμό της διαρκούς αντιπαράθεσης. Η πρόταση προκάλεσε αίσθηση διεθνώς, αλλά δεν υλοποιήθηκε. Υπερίσχυσαν οι ενδοιασμοί όσων ανησυχούσαν ότι οι αλλαγές συνόρων θα μπορούσαν να ξυπνήσουν τα «φαντάσματα» του ιστορικού αναθεωρητισμού στα Βαλκάνια- και όχι μόνο.
Πόσο μετρούν οι «εγγυήσεις ασφαλείας»;
Ένα μεγάλο (αν όχι το μεγαλύτερο) κομμάτι των διαβουλεύσεων στην Ουάσινγκτον αναλώθηκε στις «εγγυήσεις ασφαλείας» προς το Κίεβο. Φαίνεται ότι αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα που θα κλειδώσει και τα υπόλοιπα κομμάτια του δύσκολου παζλ, επιτρέποντας παράλληλα στον Ουκρανό πρόεδρο να ισχυρίζεται ότι κατήγαγε μία σημαντική διαπραγματευτική νίκη- ιδιαίτερα σε περίπτωση που όντως δεχθεί παραχωρήσεις εδαφών.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση οι «εγγυήσεις ασφαλείας». Υπάρχει άλλωστε ιστορικό προηγούμενο που δεν κρίνεται ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τους Ουκρανούς: Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στη δεκαετία του '90 η ανεξάρτητη Ουκρανία είχε δεχθεί ισχυρές πιέσεις να αποκηρύξει το πυρηνικό της οπλοστάσιο για να συναινέσει τελικά το 1994, υπογράφοντας τη Συνθήκη της Βουδαπέστης και μεταφέροντας χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές σε ρωσικό έδαφος. Ως αντάλλαγμα η Ουκρανία έλαβε «εγγυήσεις ασφαλείας» τις οποίες συνυπέγραφαν οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η… Ρωσία!
Ασφαλώς δεν τα έχει ξεχάσει όλα αυτά ο Ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι. Άλλωστε το 2022, μιλώντας στη Διεθνή Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, ανέφερε ότι η χώρα του εξετάζει το ενδεχόμενο να «αποσυρθεί» από τη Συνθήκη της Βουδαπέστης (κάτι που το Κρεμλίνο έσπευσε να ερμηνεύσει ως απειλή για πυρηνικό επανεξοπλισμό).
Κρίσιμα ερωτήματα θέτουν όμως οι μελλοντικές «εγγυήσεις ασφαλείας» και για την ελληνική διπλωματία. Η αποστολή διεθνούς στρατιωτικής δύναμης στην Ουκρανία φαίνεται πιθανή. Θα ήταν ίσως η μόνη «χειροπιαστή» εγγύηση ασφαλείας σε περίπτωση που ο Ζελένσκι δεν εξασφαλίσει μία «ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής» παρόμοια με εκείνη που προβλέπει το άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ.
Σε αυτή την περίπτωση προκύπτει το ερώτημα, εάν η ελληνική κυβέρνηση θα αναθεωρήσει την εκπεφρασμένη θέση της ότι «δεν υπάρχουν σκέψεις για αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία». Όταν μάλιστα η Τουρκία έχει ήδη δηλώσει πρόθυμη να συμμετάσχει σε μία διεθνή δύναμη, εγγράφοντας υποθήκη και για τη συμμετοχή της στον ευρωπαϊκό αμυντικό βραχίονα.
Πηγή DW