Την ώρα που η ελληνική οικονομία επιδεικνύει σημάδια ανάκαμψης με το ΑΕΠ να αυξάνεται σταθερά από το 2017, με εξαίρεση το 2020 λόγω της πανδημίας, η πραγματικότητα για τον μέσο εργαζόμενο παραμένει ζοφερή.
Όπως επισημαίνει μελέτη του ΚΕΠΕ, που κατήρτισαν οι Γεώργιος Μπερτσάτος και Χρήστος Χρυσανθακόπουλος, οι αμοιβές εργασίας παραμένουν στάσιμες, δημιουργώντας ένα ανησυχητικό και διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην οικονομική μεγέθυνση και τις απολαβές των εργαζομένων.
Πρόκειται για μια απόκλιση που επιβεβαιώνει την ανισορροπία στη διανομή του πλούτου και θέτει σοβαρά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου.
Ανησυχητική είναι επίσης, η διαπίστωση, πως το μερίδιο των αμοιβών εργασίας ως προς το ΑΕΠ όχι μόνο υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά παρουσιάζει και μια διαχρονική υστέρηση, με τον εργαζόμενο να καρπώνεται ένα διαρκώς μικρότερο κομμάτι από την αύξηση του Εθνικού Εισοδήματος.
Συγκεκριμένα, από το 1995 έως σήμερα, το μερίδιο των αμοιβών εργασίας στην Ελλάδα κινείται γύρω στο 34% του ΑΕΠ, έναντι περίπου 47% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Παρόλο που υπήρξε μια μικρή βελτίωση μέχρι το 2011-2012 (τα πρώτα χρόνια των μνημονίων πριν πέσει τσεκούρι στις αμοιβές), φτάνοντας το 36,8%, η οικονομική κρίση και τα μνημόνια ανέκοψαν αυτή την πορεία.
Οι μειώσεις μισθών και η εξασθένιση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων λόγω κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της έκρηξης της ανεργίας, οδήγησαν σε νέα επιδείνωση, με το μερίδιο να υποχωρεί στο 35% το 2024. Αυτή η εικόνα αναδεικνύει βαθιά δομικά προβλήματα στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, επισημαίνει το ΚΕΠΕ.
Συγχρόνως, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα, που αντιπροσωπεύει το κέρδος που απομένει μετά την αφαίρεση των αμοιβών προσωπικού και των φόρων, κινείται σε δυσθεώρητα επίπεδα στην Ελλάδα.
Από 61,3% του ΑΕΠ το 1995, παραμένει σταθερά πολύ υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (περίπου 41,5%), υπερβαίνοντας μάλιστα το 50% του ΑΕΠ τα τελευταία τέσσερα χρόνια (2021-2024). Αυτό υποδηλώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής αξίας κατευθύνεται στον συντελεστή παραγωγής του κεφαλαίου, δηλαδή στις επιχειρήσεις.
Όπως επισημαίνεται, η δομή της ελληνικής οικονομίας, οι χαμηλές αμοιβές και ο μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολούμενων συμβάλλουν σε αυτή την ανισορροπία, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για τη δίκαιη κατανομή του πλούτου και τη βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου.
Επιπλέον, η μεταπανδημική ανάκαμψη φαίνεται να ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την κερδοφορία επιχειρήσεων και τραπεζών, ανοίγοντας περισσότερο την ψαλίδα σε βάρος των εργαζομένων.
Τελευταία η Ελλάδα
Δυσμενέστερη γίνεται η εικόνα, για τους Έλληνες εργαζόμενους, όταν προσεγγιστούν οι πραγματικές μεταβολές του μέσου ετήσιου μικτού μισθού.
Από το 2009 έως το 2023, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη αρνητική πραγματική μεταβολή (-34,3%).
Εστιάζοντας στη σωρευτική πραγματική ποσοστιαία μεταβολή των αμοιβών εργασίας κατά την περίοδο 2009-2024, οι περισσότερες χώρες στην ΕΕ27 καταγράφουν συγκεντρωτική αύξηση άνω του 20%. Επιπλέον, μία μικρή ομάδα χωρών κυμαίνεται σε ένα εύρος θετικών τιμών έως 20%, ενώ η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με αρνητική μεταβολή (σχεδόν -21%).
Οι «πρωταθλήτριες» χώρες στην αύξηση των αμοιβών εργασίας είναι η Μάλτα με 147%, η Βουλγαρία με 138%, η Λιθουανία με 102% και η Ρουμανία με 87%, ενώ η Ισπανία (8,3%), η Ουγγαρία (7,2%) και η Ιταλία (2%) βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις μαζί με την Ελλάδα. Όσον αφορά την ΕΕ27 και την ΕΖ, οι αντίστοιχες τιμές είναι 18,9% και 17,9%.
Σε πραγματικούς όρους, στο ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και μικτό εισόδημα, ξεχωρίζει η Ιρλανδία με 262% και η Μάλτα με 210%. Στη συνέχεια ακολουθεί το Λουξεμβούργο με 66%, η Κύπρος με 59%, η Βουλγαρία με 58%, η Εσθονία και η Δανία με 56%, και η Λιθουανία με 49%. Στις τελευταίες θέσεις βρίσκεται η Αυστρία (-1,6%) και η Ελλάδα (-25%), ενώ η Λετονία (5,1%) και η Ισπανία (5,3%) είναι λίγο πιο πάνω στην κατάταξη. Επίσης, η ΕΕ27 και η ΕΖ καταγράφουν τιμές 17,7% και 16,3%, αντιστοίχως.