ΕΥΖην

Η Fanny Ardant σκηνοθετεί "Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ" στην ΕΛΣ


Η «γυναίκα της διπλανής πόρτας» Fanny Ardant (Φανί Αρντάν) σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή την όπερα του Σοστακόβιτς «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ». Η παράσταση ανεβαίνει στην ΕΛΣ 12, 15, 17, 19 και 22 Μαΐου 2019 κι είναι η πρώτη φορά που η Γαλλίδα ηθοποιός σκηνοθετεί όπερα.

Το έργο βασίζεται σε νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ και ασχολείται με τη θέση της γυναίκας στην επαρχιακή προεπαναστατική Ρωσία. Ταυτόχρονα, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς σατιρίζει με μεγάλη οξυδέρκεια θεσμούς της ίδιας εποχής, όπως η εκκλησία και η τσαρική αστυνομία. Πρόθεσή του εξ αρχής ήταν να εμφανίσει τη δολοφόνο πρωταγωνίστρια της όπεράς του ως θύμα.
 
Η υπόθεση αφορά την «Κατερίνα Ισμαήλοβα, σύζυγο ευκατάστατου εμπόρου, η οποία νιώθει παραμελημένη και εγκλωβισμένη στον γάμο της. Ερωτεύεται έναν από τους εργάτες του αγροκτήματός της και για χάρη του φτάνει ως τον φόνο του πεθερού και του συζύγου της. Η Κατερίνα παντρεύεται τον αγαπημένο της, όμως οι φόνοι αποκαλύπτονται και το ζευγάρι συλλαμβάνεται. Στον δρόμο για τη Σιβηρία η Κατερίνα αρπάζεται με μια νέα υποψήφια ερωμένη του συζύγου της και μαζί της παρασύρεται από τα παγωμένα νερά του ποταμού».
 
«Η Κατερίνα, Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο και ελεύθερο» σημειώνει η Φανί Αρντάν. «Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω. Αγαπώ την Κατερίνα Ισμαήλοβα. Δεν είναι μόνο ένας χαρακτήρας του Λεσκόφ, σε μια όπερα του Σοστακόβιτς, αλλά είναι επίσης και ένα πρόσωπο πάντοτε παρόν, ακόμα και στη δική μας εποχή, και, όντας προσεκτικοί, μπορούμε να το συναντήσουμε. Αγαπώ αυτούς που δεν φοβούνται την ετυμηγορία, τις κυρώσεις της κοινωνίας, τα κόμματα, τις ομάδες, τη συλλογική σκέψη. Τους κοιτάζω που ζουν σε ένα τεντωμένο σύρμα, εύθραυστο ίσως, αλλά δονούμενο και πυρακτωμένο. Δέχομαι ότι αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία των εμπόρων και των κερδών. Θαυμάζω το κόστος που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να μείνουν ελεύθεροι και να ακολουθήσουν το πάθος τους».
 
Η διαδρομή της όπερας Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ κρύβει μια από τις πιο δραματικές σελίδες λογοκρισίας αλλά και παγκόσμιας αναγνώρισης στην ιστορία τόσο του λυρικού θεάτρου όσο και της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.
 
Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε σε ένα από τα παλαιότερα λυρικά θέατρα της Ρωσίας, το Μιχαηλόφσκι, τότε Μικρό (Μάλυ) Λυρικό Θέατρο του Λένινγκραντ, στις 22 Ιανουαρίου 1934 και λίγο αργότερα στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι της Μόσχας. Το έργο αμέσως έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και στις δύο πόλεις και καταγράφηκε ως ένα μουσικό αριστούργημα.

Η σαφής, δίχως περιστροφές αναφορά στο σεξ και η απροκάλυπτη βία προσέδιδαν στην όπερα ρεαλισμό που μέχρι τότε δεν είχε δει το λυρικό θέατρο. «Προσπάθησα να κάνω τη μουσική γλώσσα της όπερας ακραία απλή και εκφραστική. Η όπερα είναι πρώτα και κύρια μια φωνητική τέχνη και οι τραγουδιστές πρέπει να ασχολούνται με την κύρια υποχρέωσή τους, η οποία είναι να τραγουδούν, όχι να συζητούν, να αγορεύουν ή να απαγγέλλουν», έχει αναφέρει μεταξύ άλλων, ο Σοστακόβιτς.

Η εντυπωσιακή ανταπόκριση του κοινού ανέδειξε αμέσως την όπερα ως τη σημαντικότερη της σοβιετικής περιόδου. Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1935, το έργο ανέβηκε στο Μπολσόι της Μόσχας. Στις 26 Ιανουαρίου 1936 την παράσταση παρακολούθησε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος όμως αποχώρησε πριν το τέλος του έργου. Δύο μέρες αργότερα, η εφημερίδα Πράβντα, επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, δημοσίευε άρθρο με τίτλο «Σύγχυση αντί για μουσική: Σχετικά με την όπερα Λαίδη Μάκβεθ της περιοχής Μτσενσκ». Το κείμενο καταδίκαζε τη μουσική της όπερας με χαρακτηρισμούς όπως «φορμαλιστική», «μικροαστική», «τραχιά», «χυδαία» και ήταν ανυπόγραφο. Το πλήγμα ήταν μεγάλο, καθώς ο γεμάτος ορμή και σχέδια Σοστακόβιτς, ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα τριάντα του χρόνια, δεν ολοκλήρωσε καμία άλλη όπερα μέχρι τον θάνατό του, παρότι άφησε προσχέδια για αρκετές.
 
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο Σοστακόβιτς επέφερε τροποποιήσεις στην παρτιτούρα. Παρ' όλα αυτά και πάλι δεν επετράπη η παρουσίαση της όπερας. Το πολυπόθητο πράσινο φως δόθηκε σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα. Στη νέα της μορφή με τον τίτλο Κατερίνα Ισμαήλοβα, η όπερα ανέβηκε τελικά στις 8 Ιανουαρίου 1963 στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι.

Σε αυτή τη δεύτερη μορφή ταξίδεψε σε Λονδίνο, Νίκαια, Σαν Φρανσίσκο, Μπρνο, Μιλάνο, Ζάγκρεμπ, Κίεβο, Λειψία, Πράγα, Βιέννη, Νέα Υόρκη, Ελσίνκι, Φλωρεντία και Πόζναν. Συνέχισε να κατακτά τη μία μετά την άλλη τις μουσικές μητροπόλεις του κόσμου μέχρι το 1978, οπότε η αρχική εκδοχή της όπερας αποκαταστάθηκε, παρουσιάστηκε σκηνικά και ηχογραφήθηκε στη Δύση.

Αποτέλεσμα ήταν τα λυρικά θέατρα να στραφούν σε αυτή την εκδοχή και η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ να κάνει εκ νέου τον γύρο του κόσμου, ως μια από τις σημαντικότερες όπερες του 20ού αιώνα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχική της μορφή η όπερα παρουσιάστηκε και πάλι στη Ρωσία, μόλις το 1996. Σήμερα το έργο παίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αρχική εκδοχή.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Σχετικά Άρθρα