Ένα ιστορικό παράδοξο «κρύβεται» στην φθινοπωρινή έκθεση οικονομικών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς διατυπώνεται η εκτίμηση ότι η Ελλάδα, το 2018, όχι μόνο θα έχει πλεόνασμα (συνολικό, όχι πρωτογενές), αλλά αυτό θα είναι και τριπλάσιο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το αντίστοιχο της Γερμανίας!
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Επιτροπή,
- Για την Ελλάδα προβλέπεται μια θεαματική πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής, που θα φέρει το -κατά Μάαστριχτ- αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης από έλλειμμα 2,5% του ΑΕΠ φέτος, σε έλλειμμα 1% το 2017 και σε πλεόνασμα 0,9% του ΑΕΠ το 2018. Δηλαδή, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, ο ελληνικός προϋπολογισμός θα είναι πλεονασματικός ακόμη και μετά τον υπολογισμό των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους (πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες για το χρέος, έχουν καταγραφεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αλλά ουδέποτε κατάφεραν οι ελληνικές κυβερνήσεις να φθάσουν σε συνολικά θετικό ισοζύγιο).
- Αντίστοιχα, η Γερμανία, που έχει περάσει σε πλεονασματική διαχείριση ήδη από το 2014, θα συνεχίσει να εμφανίζει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της και την τριετία 2016-2018, όπως εκτιμά η Κομισιόν. Το πλεόνασμα του 2016 υπολογίζεται από την Επιτροπή σε 0,6% του ΑΕΠ, του 2017 θα μειωθεί σε 0,4% και του 2018 σε 0,3%.
Οι προβλέψεις της Κομισιόν προσθέτουν ισχυρά επιχειρήματα για να δικαιολογηθεί το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, όπως διατυπώθηκε με μεγάλη σαφήνεια πρόσφατα από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Χουλιαράκη, για τη χαλάρωση της λιτότητας μετά το 2018, με αλλαγή του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου του μνημονίου, ο οποίος τίθεται σήμερα στο 3,5% του ΑΕΠ και αφορά το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού.
Ο κ. Χουλιαράκης υπογράμμισε ότι είναι αναγκαία μια χαλάρωση της λιτότητας, με τη μείωση του στόχου στο 2%-2,5% του ΑΕΠ, ώστε να γίνει δυνατή η μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών και να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας. Για να συμβεί αυτό, όμως, απαιτείται να συμφωνηθούν και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, δηλαδή κυρίως, όπως τόνισε ο κ. Χουλιαράκης, να γίνει δεκτή η «μετριοπαθής» αύξηση της περιόδου χάριτος των δανείων του δεύτερου μνημονίου από το EFSF.
Με βάση όσα προβλέπει η Κομισιόν, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να υποστηρίξει βάσιμα ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στην περίοδο του δεύτερου μνημονίου όχι μόνο είναι επαρκής, αλλά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπερβολική και αντιπαραγωγική, σε σχέση με την επίτευξη του σημαντικού στόχου για επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Ειδικότερα, το 2018, η Ελλάδα προβλέπεται από την Κομισιόν ότι θα έχει καλύψει όλες τις ανάγκες του προϋπολογισμού, περιλαμβανομένων των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους, και θα έχουν «περισσέψει» περισσότερα από 1,6 δισ. ευρώ (0,9% του ΑΕΠ). Αν αυτό το ποσό ανακυκλωνόταν στην οικονομία, αντί να απορροφάται από το κράτος, ο ρυθμός ανάπτυξης θα μπορούσε να ξεπεράσει το 3,1% που προβλέπει η Κομισιόν για το 2018, φθάνοντας ίσως και το 4%, ώστε να μειωθεί ταχύτερα η ανεργία.
Για μια οικονομία, όπως η ελληνική, που βγαίνει από μια καταστροφική ύφεση, η οποία μείωσε το ΑΕΠ κατά το ένα τέταρτο, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί από την ελληνική κυβέρνηση ότι είναι αδικαιολόγητη η διατήρηση τόσο σκληρής λιτότητας μεσοπρόθεσμα, ώστε να φθάνουμε στο παράδοξο να εμφανίζει η Ελλάδα πολύ καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις από την πανίσχυρη Γερμανία.
Μάλιστα, όπως έχει υπογραμμίσει ο κ. Χουλιαράκης, η ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος για μείωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου δεν απαιτεί μεγάλες θυσίες από την πλευρά των δανειστών, αφού θα είναι αρκετό να αποδεχθούν μια αύξηση της περιόδου χάριτος στα δάνεια του EFSF, που σήμερα είναι 10 χρόνια. Η «μετριοπαθής» αύξηση της περιόδου χάριτος «μεταφράζεται», σύμφωνα με πληροφορίες, σε μια παράτασή της από 10 σε 20 χρόνια.
Με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση του Δεκεμβρίου για τη χαλάρωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου και για την ποσοτικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων δυσκολεύει για τον Β. Σόιμπλε, καθώς η Κομισιόν, που είναι επικεφαλής πλέον των Θεσμών, δέχεται ότι η Ελλάδα εκπληρώνει και με το παραπάνω τις υποχρεώσεις της για τη δημοσιονομική προσαρμογή και μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι είναι σκόπιμο να χαλαρώσουν οι σφιχτοί ιμάντες της λιτότητας, ώστε να αποκατασταθούν πιο γρήγορα οι ζημιές από την πολυετή ύφεση.