Μακρόχρονο μετατραυματικό στρες βιώνει μία στις έξι γυναίκες μετά από μία αποβολή ή μία έκτοπη (μη βιώσιμη εξωμήτρια) κύηση.
Αυτό είναι το σύμπέρασμα νέας βρετανο-βελγικής επιστημονικής έρευνας, της μεγαλύτερης του είδους της μέχρι σήμερα σχετικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις του τερματισμού της εγκυμοσύνης σε πολύ πρώιμο στάδιο.
Οι ερευνητές του Imperial College του Λονδίνου και του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβέν, με επικεφαλής τον καθηγητή Τομ Μπερν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό μαιευτικής και γυναικολογίας «American Journal of Obstetrics and Gynaecology», ανέλυσαν στοιχεία για 737 γυναίκες που είχαν αποβολή πριν την 12η εβδομάδα της κύησης ή έκτοπη κύηση.
Διαπιστώθηκε ότι έναν μήνα μετά την απώλεια του εμβρύου σχεδόν το ένα τρίτο των γυναικών (29%) είχαν μετατραυματικό στρες, ενώ το ένα τέταρτο (24%) μέτριο έως σοβαρό άγχος και το ένα δέκατο (11%) μέτρια έως σοβαρή κατάθλιψη. Εννέα μήνες αργότερα, μία στις έξι γυναίκες (18%) είχε ακόμη μετατραυματικό στρες, ένα ανάλογο ποσοστό (17%) ένιωθε ακόμη μέτριο έως σοβαρό άγχος, ενώ το 6% συνέχιζε να έχει κατάθλιψη.
«Σχεδόν μία στις δύο γυναίκες βιώνουν απώλεια σε εγκυμοσύνη τους και για πολλές αυτό θα είναι το πιο τραυματικό συμβάν της ζωής τους. Η έρευνά μας δείχνει ότι η εν λόγω απώλεια ενός παιδιού μπορεί να αφήσει ένα διαρκές αποτύπωμα και να έχει ως συνέπεια η γυναίκα να πάσχει από μετατραυματικό στρες σχεδόν έναν χρόνο μετά», δήλωσε ο Μπερν.
Περίπου μία στις τέσσερις κυήσεις καταλήγουν σε αποβολή, συνήθως πριν ή κατά τη 12η εβδομάδα. Από την άλλη, στην έκτοπη κύηση το έμβρυο αναπτύσσεται σε περιοχή έξω από τη μήτρα, πράγμα που καθιστά αδύνατη την ολοκλήρωση της ανάπτυξής του.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0002937819313699