Πολύ χαμηλότερα από τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών «προσγειώνει» τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη το 2021 το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ενώ εκφράζει έντονη ανησυχία για τη διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών του ιδιωτικού τομέα, αλλά και για την αύξηση του δημοσίου χρέους λόγω της πανδημίας.
Στην έκθεση του για το δ' τρίμηνο του 2020, το ΓΠΚΒ υιοθετεί πολύ πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις από αυτές που έκανε στο τέλος του χρόνου η κυβέρνηση, καθώς ενσωματώνει στις εκτιμήσεις του την επίδραση από την παρατεταμένη επίδραση της πανδημίας στην οικονομία. Έτσι, εκτιμά ότι η ύφεση στο α' τρίμηνο θα είναι 7%, η ανάκαμψη θα αρχίσει το β' τίμηνο και ο ετήσιος ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί φέτος σε 2,7%, δηλαδή δύο ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος από την εκτίμηση που υπήρχε στον κρατικό προϋπολογισμό (για ρυθμό 4,8%).
Το ΓΠΚΒ κρούει, επίσης, δύο «καμπανάκια» κινδύνου, για το μη εξυπηρετούμενο χρέος των ιδιωτών, αλλά και για το δημόσιο χρέος:
- Οι συνολικές «κόκκινες» οφειλές του ιδιωτικού τομέα σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες διογκώθηκαν το 2020 στα 242,6 δισ. ευρώ. Όπως εκτιμά το ΓΠΚΒ είναι πιθανό να απαιτηθούν νέες παρεμβάσεις για να διευκολυνθεί η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
- Σχετικά με το δημόσιο χρέος, τονίζεται ότι, αν και παραμένει βιώσιμο, η αύξηση του θα είναι σημαντική και θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό τα επόμενα χρόνια με τις δαπάνες για την εξυπηρέτησή του. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το ΓΠΚΒ, η προσωρινή χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη δεν δημιουργεί πραγματικό δημοσιονομικό χώρο.
Ειδικότερα, το ΓΠΚΒ αναφέρει ότι το 2020 η ελληνική οικονομία κατέγραψε ετήσια ύφεση 8,2%, έναντι 6,6% στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης. Η ύφεση προήλθε κυρίως από τη μεγάλη μείωση των Εξαγωγών Υπηρεσιών (-43%) και της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (-5,2%). Παράλληλα, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών κατέγραψε σοβαρή επιδείνωση της τάξης των 8,4 δισ. (5,2% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2019, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει αρνητικός στην περιοχή του -2%. Η ανεργία παραμένει σταθερή εξαιτίας των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας και της μείωσης του εργατικού δυναμικού.
Στα δημόσια οικονομικά, η επιδείνωση που καταγράφεται το 2020 σε σχέση με το 2019 φτάνει τα 20,4 δισ., διαμορφώνοντας πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 14 δισ. ευρώ (8,4% του ΑΕΠ). Εκτιμάται ότι το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο εξαιτίας του ειδικού τρόπου καταγραφής των έκτακτων μέτρων και ιδιαίτερα των φορολογικών αναστολών και της επιστρεπτέας προκαταβολής, καθώς τα ποσά που αναμένεται να επιστραφούν στο μέλλον δεν θα υπολογιστούν στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε περίπου κατά 10 περίπου δισ., φτάνοντας τα 341 δισ. (205% του ΑΕΠ) τον Δεκέμβριο του 2020.
Μικρότερη η ανάπτυξη φέτος
Η επιδείνωση αυτή προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα περίπου 14,8 δισ. (χωρίς τις εγγυήσεις) που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθώς και από τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ εξαιτίας της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Παρά τις δυσμενείς οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις, η διεθνής πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου παραμένει ισχυρή, όπως φάνηκε από την πρόσφατη έκδοση του 30ετούς κρατικού ομολόγου με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και αυξημένο ενδιαφέρον από τους διεθνείς επενδυτές.
Με αυτά τα δεδομένα, η πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού για τον ρυθμό μεγέθυνσης του 2021 είναι 2,7%. Η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, που προέρχεται τόσο από την εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων όσο και από ενδεχόμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η διατήρηση των περιοριστικών μέτρων για ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο του 2021 και τα προβλήματα στο πρόγραμμα εμβολιασμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν τον σημαντικότερο κίνδυνο για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος. Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη επιτάχυνση των εμβολιασμών και σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών και των μετακινήσεων μέχρι το καλοκαίρι μπορούν να συνεισφέρουν θετικά στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως μέσω του τουρισμού.
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις, η διατήρηση της «γενικής ρήτρας διαφυγής» (general escape clause) από το Σύμφωνο Σταθερότητας για το 2021 και το 2022 προσφέρει σημαντική ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι τα επεκτατικά μέτρα που συνεχίζονται εντός του 2021, ύψους περίπου 10 δισ., δεν θα προκαλέσουν βραχυπρόθεσμα προβλήματα.
Επιπρόσθετα, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορούν να συνεισφέρουν εξίσου σημαντικά στη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη μεγέθυνση, χωρίς μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση. Σημειώνουμε ωστόσο ότι προϋπόθεση ώστε οι πόροι αυτοί να συμβάλλουν στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης είναι να αυξήσουν τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις πάνω από τα σημερινά τους επίπεδα, κάτι που αποτελεί μείζονα πρόκληση για τη χώρα μας. Ειδικά για τις δημόσιες επενδύσεις, θα ήταν σημαντική η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας σε υλικοτεχνικές υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό.
Διόγκωση ιδιωτικού χρέους
Τα παραπάνω δεδομένα διαμορφώνουν ένα λιγότερο περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παραπάνω παρεμβάσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν δημιουργούν πραγματικά δημοσιονομικά περιθώρια. Όπως είχαμε αναφέρει και παλαιότερα, οι διευκολύνεις που προσφέρονται για τη βραχυπρόθεσμη διαχείριση της κρίσης δεν δικαιολογούν κανενός είδους δημοσιονομικό εφησυχασμό. Το χρέος που συσσωρεύεται στη διάρκεια της πανδημίας θα παραμείνει εκεί και μετά το τέλος της και η εξυπηρέτησή του θα ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα αφού αρθούν τα έκτακτα μέτρα μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ (μέσω του προγράμματος PEPP).
Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ο κίνδυνος από την αύξηση του ιδιωτικού χρέους που αναμένεται να προκύψει λόγω της οικονομικής ύφεσης. Το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6 δισ. (108,1 δισ. στην εφορία, 37,5 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. στις τράπεζες και 38,9 δισ. στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Το συνολικό μέγεθος δεν είναι αυξημένο σε σχέση με το 2019, αναμένουμε ωστόσο να καταγράψει σημαντική επιδείνωση όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών. Σε αυτό το στάδιο ενδέχεται να χρειαστούν επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.