Στις 30 Μαρτίου 1981, ο 25χρονος Τζον Γ. Χίνκλεϊ Τζούνιορ πυροβόλησε τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν και τρία ακόμα άτομα. Την επόμενη χρονιά, δικάστηκε για τα εγκλήματά του. Η υπεράσπισή του υποστήριξε ότι ο Χίνκλεϊ ήταν ψυχικά ασθενής, προσκομίζοντας εκτεταμένα στοιχεία. Ο πελάτης τους είχε ιστορικό προβλημάτων συμπεριφοράς. Ήταν εμμονικός με την ηθοποιό Τζόντι Φόστερ και κατέστρωσε σχέδιο δολοφονίας ενός προέδρου για να την εντυπωσιάσει. Πρώτα παρακολουθούσε τον Τζίμι Κάρτερ. Μετά έβαλε στόχο τον Ρίγκαν.
Σε μια αμφιλεγόμενη κίνηση, η υπεράσπιση παρουσίασε και επιστημονικά στοιχεία: μια αξονική τομογραφία (CAT scan) που έδειχνε ότι ο εγκέφαλος του Χίνκλεϊ ήταν «συρρικνωμένος» ή ατροφικός. Αρχικά, ο δικαστής δεν ήθελε να την επιτρέψει. Οι ειδικοί ανέφεραν ότι η εξέταση δεν αποδείκνυε πως ο κατηγορούμενος είχε σχιζοφρένεια — αλλά η συγκεκριμένη εγκεφαλική ατροφία ήταν πιο συχνή σε σχιζοφρενείς παρά στον γενικό πληθυσμό.
Τελικά, τα επιχειρήματα αυτά συνέβαλαν στην απόφαση των ενόρκων να τον κρίνουν μη υπεύθυνο λόγω παραφροσύνης.
Νευροεπιστήμη και Δικαιοσύνη: μια νέα εποχή
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, η νευροεπιστήμη που επηρέασε τη δίκη του Χίνκλεϊ έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο, χάρη κυρίως στις βελτιώσεις στη μαγνητική τομογραφία (MRI) και στην εφεύρεση της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI), που επιτρέπει στους επιστήμονες να παρακολουθούν τη ροή αίματος και την οξυγόνωση του εγκεφάλου, χωρίς να τον βλάπτουν.
Σήμερα, οι νευροεπιστήμονες μπορούν να δουν τι συμβαίνει στον εγκέφαλο όταν ένα άτομο αναγνωρίζει έναν αγαπημένο του, βιώνει αποτυχία ή αισθάνεται πόνο.
Ωστόσο, παρά αυτή την έκρηξη γνώσης και παρότι η νευροεπιστήμη συνέβαλε στην υπεράσπιση του Χίνκλεϊ, η «νευρονoμική» (neurolaw) δεν έχει ακόμα επιφέρει μεγάλες αλλαγές στα δικαστήρια - προς το παρόν. Όμως, πλησιάζει.
Δικηγόροι σε αστικές υποθέσεις χρησιμοποιούν όλο και συχνότερα απεικονίσεις εγκεφάλου για να υποστηρίξουν ότι ένας πελάτης τους έχει ή δεν έχει υποστεί βλάβη. Αντίστοιχα, σε ποινικές υποθέσεις, η νευρολογική κατάσταση ενός κατηγορούμενου προβάλλεται κάποιες φορές ως ελαφρυντικό στοιχείο.
Αυξανόμενη χρήση νευροεπιστήμης στα δικαστήρια
Το ποινικό δίκαιο εξετάζει την ανθρώπινη σκέψη και τις ψυχικές καταστάσεις ήδη από τον 17ο αιώνα, όπως αναφέρει η νομική επιστήμονας Ντέμπορα Ντένο του Πανεπιστημίου Fordham. Σε παλαιότερους αιώνες, τα δικαστήρια απέδιδαν την αποκλίνουσα συμπεριφορά στον «διάβολο». Σταδιακά, τον 20ό αιώνα, άρχισαν να αναγνωρίζουν γνωστικές διαταραχές και ψυχιατρικές διαγνώσεις βασισμένες στη φροϋδική ανάλυση.
Η νευροεπιστήμη φαίνεται να αποτελεί το επόμενο βήμα: αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν άμεσα τη φυσική κατάσταση του εγκεφάλου και τις μετρήσιμες λειτουργίες του.
Δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή όλων των υποθέσεων όπου έχει χρησιμοποιηθεί νευροεπιστημονική απόδειξη, όπως εγκεφαλικές τομογραφίες. Ωστόσο, σύμφωνα με τον νευροεπιστήμονα Κεντ Κιλ του Πανεπιστημίου του Νέου Μεξικού, τέτοιες εξετάσεις είναι αρκετά συνηθισμένες σε αστικές υποθέσεις που αφορούν εγκεφαλικούς τραυματισμούς.
Στις ποινικές υποθέσεις, οι MRI χρησιμοποιούνται κυρίως σε υποθέσεις που σχετίζονται με τη θανατική ποινή, ώστε να διαπιστωθεί εάν υπάρχει κάποια σοβαρή νευρολογική βλάβη που θα μπορούσε να επηρεάσει την υπόθεση.
Το μέλλον της νευρονομικής
Ερευνητές προσπαθούν να ξεχωρίσουν ποιες νευροεπιστημονικές ενδείξεις είναι χρήσιμες στη νομική διαδικασία. Μια ομάδα από το Στάνφορντ, υπό τον νευροεπιστήμονα Άντονι Βάγκνερ, χρησιμοποιεί μηχανική μάθηση για να αναγνωρίζει μέσω fMRI αν κάποιος αναγνωρίζει εικόνες από τη ζωή του.
Άλλοι επιστήμονες ερευνούν τη διάκριση μεταξύ διαφορετικών νομικών καταστάσεων του νου, όπως η «γνώση» και η «αμέλεια». Μια ομάδα του Πανεπιστημίου Yale και του Virginia Tech εξέτασε μέσω fMRI, πώς αντιδρούν οι εγκέφαλοι ατόμων που γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι μεταφέρουν λαθραία αντικείμενα, σε σύγκριση με όσους έχουν μόνο αμφιβολίες.
Παράλληλα, ερευνητές μελετούν τη συσχέτιση μεταξύ της εγκεφαλικής δομής και της πιθανότητας υποτροπής ενός εγκληματία. Ο Κιλ έχει αναλύσει χιλιάδες εγκεφαλικές τομογραφίες κρατουμένων, για να διαπιστώσει εάν ο εγκέφαλος όσων επανέλαβαν εγκληματικές πράξεις διαφέρει από εκείνων που δεν το έκαναν.
Τέλος, η έννοια της «νοητικής ηλικίας» βρίσκεται υπό διερεύνηση. Μελέτες δείχνουν ότι οι εγκέφαλοι των νεαρών ενηλίκων συχνά λειτουργούν περισσότερο σαν ανήλικοι, ιδιαίτερα σε συνθήκες συναισθηματικής φόρτισης.
Ορισμένα όρια δεν θα ξεπεραστούν ποτέ
Παρότι η νευροεπιστήμη κάνει σημαντικά βήματα, δεν αναμένεται να ανατρέψει βασικές νομικές αρχές, όπως την έννοια της ευθύνης ή της ελεύθερης βούλησης.
«Αν υπάρχει διαφωνία μεταξύ της νευροεπιστήμης και της παρατηρούμενης συμπεριφοράς, το δικαστήριο θα εμπιστευτεί τη συμπεριφορά», αναφέρει ο νομικός και ψυχίατρος Στίβεν Μορς από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Ωστόσο, σε πρακτικό επίπεδο, αν οι έρευνες δείξουν έγκυρα αποτελέσματα, οι δικηγόροι σίγουρα θα θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη νευροεπιστήμη για να ενισχύσουν τις υποθέσεις τους.
Η επιστήμη του εγκεφάλου βρίσκεται σε τροχιά να αλλάξει τη Δικαιοσύνη — ίσως όχι ανατρέποντας θεμελιώδεις αρχές, αλλά σίγουρα βελτιώνοντας την κατανόησή μας για την ψυχική κατάσταση και τη νομική ευθύνη.
* Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Knowable Magazine, μια μη κερδοσκοπική έκδοση αφιερωμένη στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης στο ευρύ κοινό. Αναδημοσιεύεται στο sofokleousin.gr σε ελεύθερη μετάφραση / απόδοση.