ΕΥΖην

"Νοσταλγία", "Η Χώρα του Θεού", "Εκτός Ελέγχου" και άλλες δύο πρεμιέρες στις αίθουσες (+trailers)


Δύο εξαιρετικές δραματικές ταινίες κάνουν πρεμιέρα απόψε, την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου, που δείχνει ενθαρρυντικός σε σχέση με τον άσχημο περσινό χρόνο, καθώς τα εισιτήρια παρουσιάζουν μια διακριτή αύξηση, μετά και την αυτοσυγκράτηση των γραφείων διανομής σε καινούργιους τίτλους.

Πρόκειται για δυο ταινίες που έκαναν πρεμιέρα στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών και συγκεκριμένα το ιταλικό δράμα «Νοσταλγία» του Μάριο Μαρτόνε, με τον Πιερφραντσέσκο Φαβίνο και το ισλανδικό δράμα «Η Χαρά του Θεού» του Χλινούρ Παλμασόν, που αποτελεί την ευχάριστη έκπληξη της χρονιάς.

Από τις ακόμη τρεις πρεμιέρες της εβδομάδας σίγουρα δεν θα περάσει απαρατήρητη, από το νεανικό κοινό, η δυναμική περιπέτεια με τον Τζέραρντ Μπάτλερ «Εκτός Ελέγχου».

Νοσταλγία (“Nostalgia”)

Δραματική ταινία, ιταλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μάριο Μαρτόνε, με τους Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Φραντσέσκο Ντι Λέβα, Αουρόρα Κουατρόκι, Τομάζο Ράνιο, Νέλο Μάσια κα.

Όχι, δεν πρόκειται για ένα νοσταλγικό ταξίδι στη μαγεία της Νάπολης, με τις γραφικότητες, τις καντσονέτες, τα καρτ ποστάλ πλάνα και τους φωνακλάδες πληθωρικούς κατοίκους της. Αντιθέτως, είναι ένα στιβαρό – γλυκό, αλλά περισσότερο πικρό – χαμηλόφωνο δράμα, συναισθηματικά φορτισμένο, που κρύβει ορισμένα μυστικά, όπως και την αντιτουριστική φτωχογειτονιά της Ρένιο Σανίτα, σε έναν λόφο κοντά στο ιστορικό κέντρο της πανέμορφης πόλης.

Η ταινία του παραγωγικότατου Ναπολιτάνου σκηνοθέτη Μάριο Μαρτόνε, που έκανε πρεμιέρα στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών, διαγωνιζόμενη για τον Χρυσό Φοίνικα και επίσημη πρόταση της Ιταλίας για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας, βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του, επίσης Ναπολιτάνου, Ερμάνο Ρέα.

Το στόρι θέλει τον 55χρονο Φελίτσε να επιστρέφει, έπειτα από 40 χρόνια στη Νάπολη, για να δει την ετοιμοθάνατη γηραιά μητέρα του, να ξαναδεί τη γειτονιά του και το πατρικό του σπίτι. Θα τα βρει όλα αλλαγμένα, οι φίλοι του έχουν εξαφανιστεί, η συνοικία έχει πλέον περισσότερους κατοίκους μετανάστες, που ζουν αρμονικά με τους ντόπιους, αλλά και τα σημάδια της εγκληματικότητας, απ’ την οποία προσπαθεί να προστατεύσει τους νέους ο αντισυμβατικός παπάς της ενορίας και παλιός γνώριμος της οικογένειάς του.

Όμως, ο Φελίτσε, θέλει να συναντήσει τον αδελφικό του νεανικό φίλο, ο οποίος ευθύνεται και για τη φυγή του στο εξωτερικό, στην Αίγυπτο, όπου πρόκοψε, παντρεύτηκε και ασπάστηκε τον μουσουλμανισμό. Ο παπάς τον προειδοποιεί ότι ο φίλος του είναι πλέον ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος της περιοχής, αρχηγός πλέον της ντόπιας μαφίας. Μια προειδοποίηση που δεν ακούει ο ήρωας της ταινίας, παρασυρμένος από την αγάπη του για αυτόν και τη νοσταλγία του για τις εφηβικές «αλητείες» που έκαναν μαζί.

Οι εικόνες από το παρελθόν αντικαθιστούν τα γήινα σκοτεινά χρώματα του παρόντος, με φωτεινά χρώματα, έτοιμα να καούν από τη λάμψη, μία υπέροχη δουλειά από τον διευθυντή φωτογραφίας Πάολο Καρνέρα.

Η περιπλάνηση του Φελίτσε στη γειτονιά του, δεν έχει τη γνώριμη ομορφιά των όσων μας έχουν συνηθίσει για τη Νάπολη, αλλά μία γλυκιά μελαγχολία. Τα κτίρια ετοιμόρροπα, τα μακρόστενα σπίτια μοιάζουν με σωληνάρια, τα χρώματα ξεθωριασμένα, οι ελεύθεροι χώροι ελάχιστοι, οι δαιδαλώδεις δρόμοι και τα στενοσόκακα καθρεφτίζουν την παρακμή, καθώς ο πλούτος και η «ανάπτυξη» έχει τραβήξει προς την παραλία, το ιστορικό κέντρο και τις πιο πλούσιες περιοχές.

Παρά ταύτα, η νοσταλγία λειτουργεί καθοριστικά στον χαρακτήρα του Φελίτσε, που ορισμένες φορές μοιάζει τυφλωμένος και παρότι χάνει και τη μητέρα του, αποφασίζει να επιστρέψει, να αγοράσει σπίτι και να φέρει τη σύζυγό του για να ζήσουν μαζί κάτω από το ηφαίστειο, που σιγοβράζει ειδικά γι’ αυτόν. Χωρίς να παρατηρεί ή να τον βάζουν σε σκέψεις οι νεανικές εγκληματικές συμμορίες, τα λόγια του παπά, οι συμβουλές των παλιών φίλων της οικογένειάς του, ότι καλύτερα να μείνει μακριά.

Γοητευτική ταινία, που μαγνητίζει, σχεδόν υπνωτίζει, αναδεικνύει τη δύναμη της νοσταλγίας και την ανάγκη του ανθρώπου να επιστρέψει στις ρίζες του, αλλά έχει και τα προβληματάκια της, όπως είναι τα σεναριακά κενά γύρω από τη μυστηριώδη προσωπικότητα του παιδικού φίλου του και σκληρού εγκληματία – η διφορούμενη εξήγηση που δίνει στο τέλος μάλλον δεν επαρκεί, αλλά και ορισμένες αχρείαστες σκηνές, που πλατειάζουν και αποδυναμώνουν το δράμα.

Ωστόσο, ο Πιερφρατσέσκο Φαβίνο, με την αγέρωχη ερμηνεία του καλύπτει τις όποιες αδυναμίες. Με την κίνηση του σώματός του, το πνιχτό ξαφνικό γέλιο του, από τις θύμησες, η συγκίνησή του για έναν δρόμο που έκανε σούζες με μηχανάκι, ένα κομμάτι πίτσα, δίνει καθαρά τη νοσταλγική του διάθεση, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει έναν τρυφερό εύθραυστο άνθρωπο, που σπάει στερεότυπα, δεν μπορεί να τον φοβίσει τίποτα και αυτό θα το πληρώσει ακριβά, σε ένα απαισιόδοξο φινάλε.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Ο Φελίτσε, μετά από 45 χρόνια που έζησε διαπρέποντας σαν κτηματομεσίτης μεταξύ Μέσης Ανατολής και Αφρικής, επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Νάπολη, για να φροντίσει την άρρωστη και ετοιμοθάνατη μητέρα του. Εκεί θα ξυπνήσουν οι μνήμες ενός οδυνηρού παρελθόντος που θα προσωποποιηθούν στον παλιό του φίλο Ορέστη, που τώρα πια έχει αναρριχηθεί στην ηγεσία των τοπικών συνδικάτων του εγκλήματος.

Η Χώρα του Θεού (“Godland”)

Δραματική ταινία, ισλανδικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Χλινούρ Παλμασόν, με τους Έλιοτ Κρόσε Χόβε, Ίνγκβαρ Έγκερτ Σίγκουρσον κα.

Απ’ τις ταινίες που δίνουν ελπίδες ότι ο κινηματογράφος μπορεί να αναγεννηθεί, να ξαναβρεί τις ρίζες του. Παρά το βαρύ της θέμα, η ταινία του Ισλανδού Χλινούρ Παλμασόν, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών και γνώρισε τη διάκριση σε πολλά φεστιβάλ, συγκλονίζει με τη γενναιότητά της, το βάθος της σκέψης του δημιουργού της και τη σπλαχνική προσέγγιση των χαρακτήρων της. Ένα δράμα περιπλάνησης, που θυμίζει το φιλμ του Σκορσέζε «Σιωπή», αλλά είναι πολύ πιο στακάτο και ουσιώδες και παραπέμπει στο μεγάλο σινεμά του Καρλ Ντράγιερ για την αυθεντικότητα και κινηματογραφική μυσταγωγία του, του Τέρενς Μάλικ για τη στοχαστική ψυχολογική περιπλάνηση του ήρωα και του Βέρνερ Χέρτζογκ για την κοφτερή και άγρια ματιά του θέματός του.

Ο νεαρός σκηνοθέτης θέτει με παρρησία τις υπαρξιακές αγωνίες και τις μεταφυσικές ανάγκες των ανθρώπων, μέσα στην αγριότητα ενός αρχέγονου τόπου, που καθορίζει την καθημερινότητά τους, αλλά και την ουσιαστική θέση τους στο σύμπαν. Και ταυτόχρονα αναδεικνύει τη θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση, τη συνύπαρξη, την αποδοχή του διαφορετικού, τη συμφιλίωση με τον θάνατο.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας νεαρός Δανός ιερέας ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο αφιλόξενο μέρος της Ισλανδίας - ακόμη μέρος της Δανίας, για να χτίσει μία εκκλησία και να φωτογραφίσει τους ανθρώπους της. Έπειτα από μία τεράστια επικίνδυνη περιπέτεια, μία δοκιμασία σωματική και πνευματική, θα φτάσει στον επιβλητικό τόπο, αλλά όσο έρχεται πιο κοντά στο στόχο του, τόσο απομακρύνεται από τον σκοπό του, την αποστολή του. Κυρίως, όμως, απομακρύνεται από την ηθική, με την οποία γαλουχήθηκε.

Η άγρια φύση παίζει καθοριστικό ρόλο, είναι η αιτία για την οποία «μπορείς να χάσεις εύκολα το μυαλό σου», αλλά και να φέρει τους ανθρώπους στο φυσικό τους μέγεθος, χωρίς υπερβολές ή συμβάσεις απ’ αυτές που θεωρούνται «πολιτισμός», αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από υποκρισία, δειλία, μικροπρέπεια, ιδιοτέλεια. Η σωματική δοκιμασία τελικά για το φιλμ του Παλμασόν δεν είναι τίποτα μπροστά στη βάσανο της εσωτερικής αναζήτησης, της ταυτότητας, χωρίς τις παραχαράξεις ενός κόσμου που απλώς αναπνέει, αλλά δεν ζει.

Μπορεί η ταινία να κάνει μία κοιλιά στη μέση, αλλά είναι τόσο μαεστρικά σκηνοθετημένη στο σύνολό της – τα πολιτισμικά σοκ δίνουν και παίρνουν, χαρίζοντάς της μια ξεχωριστή ομορφιά, ένα μοναδικά ουσιαστικό μεγαλείο, αποδεικνύοντας το υψηλό επίπεδο της κινηματογραφικής γνώσης του Παλμασόν και συγχρόνως τη βαθιά σκέψη που διαθέτει, χωρίς να μπαίνει στον πειρασμό να διαπραγματευτεί με ευκολίες ή έστω κάποιες συνταγές που θα του έδιναν περισσότερους πόντους στο κινηματογραφικό κύκλωμα.

Βασικοί συμπαραστάτες του, η διευθύντρια φωτογραφίας Μαρία φον Χάουσβολφ, με τις επιβλητικές και υποβλητικές εικόνες της, αλλά και το αξιοπρόσεκτο καστ, το οποίο κάνει ότι μπορεί για να ζεστάνει το παγωμένο τοπίο, να ταράξει, καθοδηγούμενο από τον Παλμασόν, τα νερά του κινηματογραφικού βάλτου.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Στο τέλος του 19ου αιώνα, ένας νεαρός Δανός ιερέας ταξιδεύει σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Ισλανδίας (μέρος τότε της Δανίας) με στόχο να χτίσει μια εκκλησία, αλλά και να απαθανατίσει φωτογραφικά τους κατοίκους της για πρώτη φορά. Ωστόσο, όσο προχωράει μέσα στο δύσβατο, αφιλόξενο τοπίο, τόσο απομακρύνεται από τον σκοπό του, την αποστολή του και τις βεβαιότητες που ως τότε ακολουθούσε.

Εκτός Ελέγχου (“Plane”)

Περιπέτεια, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ζαν-Φρανσουά Ρισέτ, με τους Τζέραρντ Μπάτλερ, Μάικ Κόλτερ, Γιόσον Αν, Τόνι Γκόλντγουιν κα.

Προσπάθεια αναβίωσης των αμερικάνικων δυναμικών περιπετειών της δεκαετίας του ‘80 και ξαναζωντάνεμα της «ένοχης απόλαυσης», με τον Τζέραρντ Μπάτλερ να θυμίζει κάτι από το σφρίγος των σταρ της εποχής εκείνης, λίγο από Σταλόνε, Σιγκάλ, Μπρους Γουίλις, Βαν Ντάμ.

Εδώ, ο Τζέραρντ Μπάτλερ, είναι και ιπτάμενος και τζέντλεμαν και φυσικά ο Αμερικάνος ήρωας, υπό τις οδηγίες του Γάλλου σκηνοθέτη Ζαν – Φρανσουά Ρισέτ («Δημόσιος Κίνδυνος», «Blood Father: Βίαιη δικαιοσύνη», «Ο Τυχοδιώκτης του Παρισιού»), που γνωρίζει την περιπέτεια από την καλή και ανάποδη, αλλά μάλλον δεν μπορεί να κάνει και θαύματα με το αφελές, προχειρογραμμένο και ψυχροπολεμικό σενάριο.

Ο Τζέραρντ Μπάτλερ είναι πιλότος και το επιβατηγό αεροπλάνο του θα πέσει σε σφοδρή καταιγίδα και θα το σώσει, μαζί με τους επιβάτες και το πλήρωμα, κάνοντας αναγκαστική προσγείωση – κανονικό παρκάρισμα - σε ένα ξέφωτο που θα βρει σε ένα απομονωμένο νησί. Μόνο που στο νησί, κοντά στις Φιλιππίνες, έχουν ξεμείνει κάτι άγριοι αυτονομιστές αντάρτες και πρέπει να τους αντιμετωπίσει, με τη βοήθεια ενός επικίνδυνου επιβάτη του, έναν μαύρο κατάδικο, για φόνο.

Η ταινία μπορεί να έχει ορισμένες φορές την πλάκα της, να έχει ρυθμό και καταιγιστική δράση, αλλά όπως γίνεται αντιληπτό από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ακόμη μία δυναμική περιπέτεια που βρίθει από κλισέ, μονοδιάστατους χάρτινους χαρακτήρες, ξαναζεσταμένες συνταγές, που μυρίζουν μπαγιατίλα. Και φυσικά δεν λείπουν τα μηνύματα για τον Αμερικάνο ήρωα, την αυτοθυσία και οι σαφείς νύξεις για την κατωτερότητα των απάνθρωπων ανταρτών και όλους αυτούς που θέλουν να σκοτώσουν Αμερικάνους για το κέφι τους και κυρίως τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Όπως λέει και Μπάτλερ, ενώ διακινδυνεύει τη ζωή του για να σώσει τους επιβάτες του, «έχω μια κόρη και έχω σκοπό να γυρίσω σπίτι»...

Οι μετριότατες ερμηνείες ταιριάζουν απόλυτα με το ριγκανικό κλίμα της ταινίας, ενώ ο Μάικ Κόλντερ, στο ρόλο του κατάδικου, είναι ο μόνος που ξεφεύγει από την καρικατούρα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Ένας πιλότος θα βρεθεί στη δίνη μιας εμπόλεμης ζώνης όταν εξαιτίας μιας καταιγίδας θα κάνει αναγκαστική προσγείωση στο επιβατηγό αεροσκάφος του.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Joyland

Δραματική ταινία, που απέκτησε γρήγορα θαυμαστές, πακιστανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία του Σαϊμ Σαντίκ, που κέρδισε το Queer Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών και αποτελεί επίσημη πρόταση του Πακιστάν για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.

Μια ευτυχισμένη πατριαρχική οικογένεια λαχταρά τη γέννηση ενός αγοριού, ενώ ο νεότερος από τους άνδρες της οικογένειας πιάνει δουλειά ως χορευτής σε ένα ερωτικό χοροθέατρο και ερωτεύεται μια δυναμική και φιλόδοξη τρανς στάρλετ. Η απαγορευμένη ιστορία αγάπης τους φωτίζει σιγά σιγά την επιθυμία ολόκληρης της οικογένειας για σεξουαλική επανάσταση.

Μπελ: Ο Δράκος και η Πριγκίπισσα (“Belle”)

Ενδιαφέρουσα ταινία κινουμένων σχεδίων, ιαπωνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία του γνωστού βιρτουόζου του είδους, Μαμόρου Χοσόντα. Ένα ιαπωνικής αντίληψης και αισθητικής animation για την ενηλικίωση, την αναζήτηση ταυτότητας, σε έναν κόσμο που πλέον δεν πολυκαταλαβαίνουμε και τη γυναικεία ενδυνάμωση, με ηρωίδα μια μικρή κοπέλα γυμνασίου, που ζει σε ένα χωριό και μπαίνει σε έναν εικονικό ψηφιακό κόσμο, μεταμορφώνεται σε μία διαδικτυακή περσόνα, μία πανέμορφη παγκόσμιου βεληνεκούς τραγουδίστρια και συνάπτει μία περίεργη σχέση με ένα τερατώδες πλάσμα που κυνηγούν αυτόκλητοι τιμωροί.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Αφιέρωμα στον μεγάλο σοβιετικό σκηνοθέτη Αλεξάντρ Ντοβζένκο (1894-1956) με τρεις ταινίες – «Σβενιγκόρα», «Οπλοστάσιο» και «Γη» - που συνθέτουν την περίφημη «Τριλογία του Πολέμου», από σήμερα αποκλειστικά στο Studio, το κινηματογραφικό στέκι της Πλατείας Αμερικής.

Κείμενα: Χάρης Αναγνωστάκης, για το ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις