Μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις οικονομικής απάτης που έχουν ερευνηθεί ποτέ φέρνουν στο φως οι αμερικανικές αρχές, οι οποίες ανακοίνωσαν την κατάσχεση περισσότερων από 14 δισ. δολαρίων σε bitcoin και την απαγγελία κατηγοριών σε βάρος του Τσεν Ζι, ιδρυτή του επιχειρηματικού ομίλου Prince Group με έδρα την Καμπότζη.
Ο Ζι, ο οποίος διαθέτει βρετανική και καμποτζιανή υπηκοότητα, κατηγορείται στη Νέα Υόρκη για συνωμοσία τηλεφωνικής απάτης και ξέπλυμα χρήματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλαν παράλληλα βαριές κυρώσεις στις επιχειρήσεις του, ενώ η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων 19 ακινήτων στο Λονδίνο – με ένα εξ αυτών να αποτιμάται σχεδόν στα 133 εκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, πρόκειται για τη μεγαλύτερη κατάσχεση bitcoin στην ιστορία, καθώς οι αρχές ανέκτησαν 127.271 μονάδες του ψηφιακού νομίσματος. Ο Ζι, που παραμένει ασύλληπτος, φέρεται να διηύθυνε μια «παγκόσμια αυτοκρατορία κυβερνοαπάτης» μέσω της Prince Group, η οποία εμφανιζόταν ως πολυεθνική εταιρεία με δραστηριότητες σε real estate, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και εμπόριο.
Στην πραγματικότητα, όπως τονίζει η αμερικανική δικαιοσύνη, η Prince Group λειτουργούσε ως κάλυψη για ένα δίκτυο διαδικτυακών απατών, με ανυποψίαστα θύματα από όλο τον κόσμο. Τα θύματα στρατολογούνταν μέσω πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης και πείθονταν να επενδύσουν σε υποτιθέμενα κρυπτονομισματικά σχήματα υψηλής απόδοσης.
Δικαστικά έγγραφα που περιήλθαν σε γνώση του BBC αναφέρουν ότι υπό την καθοδήγηση του Ζι, δημιουργήθηκαν τουλάχιστον δέκα οργανωμένες επιχειρήσεις απάτης στην Καμπότζη. Οι αρχές ανακάλυψαν επίσης «τηλεφωνικές φάρμες» με χιλιάδες κινητά τηλέφωνα και δεκάδες χιλιάδες ψεύτικους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι χειριστές λάμβαναν οδηγίες για το πώς να χτίζουν «σχέσεις εμπιστοσύνης» με τα θύματα, ακόμα και για το ποια φωτογραφία προφίλ να χρησιμοποιούν, ώστε να φαίνονται «ρεαλιστικοί» και όχι υπερβολικά ελκυστικοί.
Ο βοηθός γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ, Τζον Άισενμπεργκ, χαρακτήρισε τον όμιλο «μια εγκληματική επιχείρηση θεμελιωμένη πάνω στον ανθρώπινο πόνο». Όπως είπε, πολλοί από τους εργαζόμενους στις εγκαταστάσεις της Prince Group κρατούνταν παρά τη θέλησή τους, ζώντας σε χώρους που «θύμιζαν φυλακές» και εξαναγκάζονταν να συμμετέχουν στις διαδικτυακές απάτες.
Τα έσοδα από τις παράνομες δραστηριότητες, σύμφωνα με τις αρχές, χρησιμοποιούνταν για πολυτελή ταξίδια, ιδιωτικά τζετ, ρολόγια υψηλής αξίας και έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων και ένας πίνακας του Πάμπλο Πικάσο που αγοράστηκε σε δημοπρασία της Νέας Υόρκης.
Οι αμερικανικές και βρετανικές αρχές εντόπισαν επενδύσεις του Ζι σε εταιρείες στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και σε πολυτελή ακίνητα στη Βρετανία, όπως ένα κτίριο γραφείων αξίας 100 εκατ. λιρών στο κέντρο του Λονδίνου και μια έπαυλη 12 εκατ. λιρών στο βόρειο τμήμα της πόλης.
Μετά την επιβολή κυρώσεων, ο Prince Group έχει αποκλειστεί πλήρως από το βρετανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ οι ΗΠΑ έχουν χαρακτηρίσει επίσημα τον όμιλο ως διεθνική εγκληματική οργάνωση. Εφόσον καταδικαστεί, ο Τσεν Ζι αντιμετωπίζει ποινή έως και 40 ετών κάθειρξης.