Έντονες ανησυχίες προκαλεί στις Βρυξέλλες το ελληνικό σύστημα δημόσιων διαγωνισμών για προμήθειες, καθώς περισσότεροι από τους μισούς διαγωνισμούς, όπως διαπιστώνει η Κομισιόν, έχουν μόνο έναν υποψήφιο και... μυρίζουν «στήσιμο», ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις δηλώνουν σε έρευνες ότι έχουν χάσει κάποιο διαγωνισμό εξαιτίας «στησίματος».
Το πρόβλημα έχει ξεφύγει, μάλιστα, εδώ και αρκετό καιρό από το πεδίο ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και έχει περάσει στη σφαίρα αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), που ήδη έχει «βγάλει λαβράκι» με τους ελέγχους για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έχει κλείσει ο φάκελος της έρευνας που άρχισε από την EPPO την περασμένη άνοιξη, σχετικά με τον τρόπο ανάθεσης σε μόλις 10 εταιρείες στην Ελλάδα, περισσότερων από 600 έργων του Ταμείου Ανάκαμψης στον τομέα της τεχνολογίας, αξίας άνω των 2,5 δισ. ευρώ. Στην έρευνα είχε εμπλακεί, με παραγγελία της EPPO, η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Τα έργα φέρονται να ανατέθηκαν σε τρεις ελληνικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών, πέντε εταιρείες πληροφορικής και δύο εταιρείες παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, μεταξύ του 2020 και του 2023 και οι αναθέσεις έγιναν μετά από διαγωνιστικές διαδικασίες στις οποίες υπήρχε μόνο μία προσφορά.
Τι διαπιστώνει η Κομισιόν
Οι δημόσιοι διαγωνισμοί στην Ελλάδα αποτελούν διαχρονικά ένα πεδίο έντονης κριτικής και υποψιών, καθώς συχνά συνδέονται με φαινόμενα διαφθοράς και αδιαφάνειας. Παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, οι αδυναμίες του συστήματος παραμένουν, υπονομεύοντας τον ανταγωνισμό, αυξάνοντας το δημόσιο κόστος και, εν τέλει, πλήττοντας την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των πολιτών.
Όπως σημειώνει η Κομισιόν στην τελευταία έκθεση Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για την Ελλάδα, παρατηρείται αυξανόμενη συχνότητα διαγωνισμών με ένα μόνο υποψήφιο, τα τελευταία χρόνια.
Ειδικότερα, το ποσοστό των διαγωνισμών με μία και μοναδική προσφορά στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σταθερά από το 2021. Μάλιστα, για πρώτη φορά το 2024 οι διαγωνισμοί με έναν υποψήφιο έγιναν πλειοψηφία, καθώς έφθασαν στο 55% του συνόλου των διαγωνισμών, ενώ το 2021 το ποσοστό ήταν 40%.
Σε κάθε περίπτωση, τα ποσοστά αυτά είναι σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος βρίσκεται στο 32% και η εκτεταμένη μονοπώληση των δημόσιων συμβάσεων εγείρει σοβαρά ερωτήματα.
Είναι γνωστό ότι η ύπαρξη ενός μόνο υποψηφίου μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Ενδέχεται να υπάρχουν διακηρύξεις που είναι «κομμένες και ραμμένες» για συγκεκριμένες εταιρείες, θέτοντας περιοριστικά κριτήρια που αποκλείουν άλλους πιθανούς προσφέροντες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω υπερβολικά εξειδικευμένων τεχνικών προδιαγραφών, ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων, ή δυσανάλογα υψηλών απαιτήσεων εμπειρίας ή οικονομικής επιφάνειας.
Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να πρόκειται για προσυμφωνημένες καταστάσεις, όπου οι εταιρείες αποφασίζουν να μην υποβάλουν προσφορές για να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο σε έναν «επιλεγμένο» ανταγωνιστή, με αντάλλαγμα μελλοντικές παροχές -καρτέλ στις δημόσιες προμήθειες, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το καρτέλ των κατασκευαστικών που τιμωρήθηκαν από την Επ. Ανταγωνισμού.
Πέρα από τους διαγωνισμούς με έναν υποψήφιο, το σύστημα των δημόσιων συμβάσεων στην Ελλάδα πάσχει από πολλαπλά προβλήματα, σύμφωνα με την Κομισιόν:
Μικρή χρήση ποιοτικών κριτηρίων: Ένα συντριπτικό ποσοστό, το 85% των συμβάσεων, ανατίθεται με βάση το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής. Ενώ η τιμή είναι σημαντική, η αποκλειστική της χρήση συχνά οδηγεί στην ανάθεση έργων και υπηρεσιών χαμηλής ποιότητας, καθώς οι εταιρείες αναγκάζονται να συμπιέσουν το κόστος εις βάρος της ποιότητας για να είναι ανταγωνιστικές. Αυτό, μακροπρόθεσμα, είναι επιζήμιο για το δημόσιο συμφέρον.
Μεγάλες καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων: Η περίοδος λήψης αποφάσεων για την ανάθεση συμβάσεων στην Ελλάδα παραμένει η μεγαλύτερη στην ΕΕ, παρά τη μικρή βελτίωση το 2023. Οι χρονοβόρες διαδικασίες όχι μόνο αυξάνουν το κόστος και την αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις, αλλά και καθυστερούν την υλοποίηση απαραίτητων έργων και προμηθειών, με αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και την εξυπηρέτηση των πολιτών.
Πολυπλοκότητα και γραφειοκρατία: Παρόλο που έχουν γίνει προσπάθειες απλοποίησης, το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο παραμένει συχνά περίπλοκο, δημιουργώντας εμπόδια στη συμμετοχή, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι επιχειρήσεις βλέπουν... διαφθορά παντού
Το πρόβλημα της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι βαθιά ριζωμένο και αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Τα στοιχεία που παραθέτει η Κομισι-όν είναι ανησυχητικά:
- Το 97% των εταιρειών στην Ελλάδα (έναντι 64% στην ΕΕ) θεωρούν ότι η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο.
- Το 70% των εταιρειών (έναντι 36% στην ΕΕ) θεωρούν ότι η διαφθορά αποτελεί πρόβλημα κατά την άσκηση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.
- Το 54% των εταιρειών στην Ελλάδα (έναντι 27% στην ΕΕ) πιστεύουν ότι η διαφθορά τις έχει εμποδίσει να κερδίσουν έναν δημόσιο διαγωνισμό ή σύμβαση τα τελευταία τρία χρόνια. Αυτό το ποσοστό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς υποδηλώνει ότι η διαφθορά δεν είναι απλώς μια γενική αντίληψη, αλλά ένα πραγματικό εμπόδιο που επηρεάζει άμεσα την επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα και την πρόσβαση σε δημόσιες ευκαιρίες.
- Μόλις το 13% των εταιρειών πιστεύει ότι τα άτομα και οι επιχειρήσεις που συλλαμβάνονται για δωροδοκία ανώτερου αξιωματούχου τιμωρούνται κατάλληλα (έναντι 31% στην ΕΕ). Η έλλειψη αποτελεσματικής τιμωρίας ενισχύει την αίσθηση ατιμωρησίας και διαιωνίζει το πρόβλημα. Ελάχιστες υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου καταλήγουν σε διώξεις και τελεσίδικες αποφάσεις.