Ακόμη και αν η κυβέρνηση νομοθετήσει προκαταβολικά όλα τα μέτρα που έχει ζητήσει το ΔΝΤ για το 2019, δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές θα ξεπερασθεί, αφού το ΔΝΤ είναι βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζει «μη βιώσιμο» το ελληνικό χρέος και να ζητεί από τους Ευρωπαίους δανειστές μέτρα ελάφρυνσης, που προκαλούν... ανατριχίλες στην Γερμανία.
Αυτή η κυβέρνηση κάνει τα κυβερνητικά στελέχη στην Αθήνα να εξακολουθούν να θεωρούν ότι το Ταμείο βρίσκεται οριστικά σε τροχιά αποχώρησης από το ελληνικό πρόγραμμα και ότι οι παράλογες, όπως θεωρούνται στην Ελλάδα, απαιτήσεις για προκαταβολική νομοθέτηση σκληρότατων μέτρων απλώς εξυπηρετούν τις επιδιώξεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, ο οποίος, όπως έγινε φανερό και από τις δηλώσεις του στο Eurogroup, θέλει να φορτώσει τις ευθύνες για το αδιέξοδο στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, όμως, όπως έγινε σαφές από τη «διαρροή» στοιχείων της τελευταίας ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ, όσα μέτρα και αν «πάρει στην πλάτη της» η ελληνική πλευρά για την περίοδο μετά το 2019 και ακόμη και αν καταφέρει να διατηρήσει πλεόνασμα 3,5% για δέκα χρόνια, όπως ζητεί η Γερμανία, το προφίλ βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν αλλάζει ουσιωδώς και απαιτείται, σύμφωνα με το Ταμείο, να κάνουν οι Ευρωπαίοι πιστωτές μεγάλες ελαφρύνσεις.
Το Ταμείο εξακολουθεί να πιστεύει ότι μια οικονομία όπως η ελληνική, που έχει τεράστια προβλήματα ανταγωνιστικότητας («θεμελιωδώς μη ανταγωνιστική», κατά το Ταμείο) δεν μπορεί να «σηκώσει» μακροπρόθεσμα, δηλαδή για την περίοδο ως το 2060, που εξετάζεται στο πλαίσιο της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους, πλεονάσματα άνω του 1,5% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της ανάλυσης, το οποίο βασίζεται σε μέσο πλεόνασμα 1,5% ως το 2060, το χρέος θα γίνει βιώσιμο μόνο με μέτρα που θεωρούνται απαράδεκτα από τους Ευρωπαίους δανειστές, όπως είναι η επέκταση της περιόδου χάριτος των ευρωπαϊκών δανείων ως το 2040 (δηλαδή μη πληρωμή τόκων) και των ωριμάνσεων (μη πληρωμή χρεολυσίων) ως το 2070, με παράλληλη μείωση του κόστους δανεισμού πολύ χαμηλότερα από 1,5% για τουλάχιστον 30 χρόνια.
Το γεγονός ότι το Ταμείο θεωρεί απαραίτητη την ουσιαστική ελάφρυνση χρέους, που οι Ευρωπαίοι δεν είναι έτοιμοι να προσφέρουν, γίνεται σαφές στο σημείο της έκθεσης, όπου τονίζεται πως ακόμη και αν κάνει όλες τις μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει μέσω της ανάπτυξης (“grow out”) από τα προβλήματά της.
Χρειάζεται ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της ώστε αυτό να γίνει βιώσιμο, καθώς οι δαπάνες χρηματοδότησης του χρέους θα αυξηθούν «εκρηκτικά» μακροπρόθεσμα, επειδή η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να αντικαταστήσει την ιδιαίτερα χαμηλή χρηματοδότηση που λαμβάνει από τον επίσημο τομέα, με χρηματοδότηση από την αγορά σε τιμές που να διατηρούν το χρέος βιώσιμο.
Το Ταμείο ξεκαθαρίζει ότι τα μέτρα για το χρέος θα πρέπει να ληφθούν στο τέλος του προγράμματος το 2018 και συνδέει αυτά τα μέτρα ελάφρυνσης με τη δυνατότητα της χώρας να επιστρέψει στις αγορές.
Το ερώτημα που απασχολεί την Αθήνα, λοιπόν, είναι αν είναι ουσιαστικά προδιαγεγραμμένο το αδιέξοδο στις συζητήσεις για τη συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα και η σύγκρουση για τη νομοθέτηση υπερβολικών μέτρων για το 2019 εξυπηρετεί μόνο την επιδίωξη της Γερμανίας να μεταθέσει στην Ελλάδα τις ευθύνες για το αδιέξοδο.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι το προσεχές διάστημα το παιχνίδι της διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να παιχθεί μόνο στο γήπεδο των τεχνικών διαπραγματεύσεων, όπως επιδιώκει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, αλλά χρειάζονται πρωτίστως πολιτικές διαβουλεύσεις υψηλού επιπέδου για να διαπιστωθεί ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις των Ευρωπαίων δανειστών και του ΔΝΤ.