Σαφές μήνυμα προς τους αγρότες έστειλε το πρωί της Κυριακής ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά την άρνηση των εκπροσώπων τους να προσέλθουν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Δευτέρα, παρά την πρόσκληση που τους απηύθυνε δημοσίως από το βήμα της Βουλής.
Με ανάρτησή του, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «διάλογος δεν γίνεται με τελεσίγραφα», υπογραμμίζοντας ότι η άρνηση συμμετοχής στη συζήτηση βαραίνει «όποιον απορρίπτει τις αρχές της λογικής και της Δημοκρατίας».
Ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε ότι η κυβέρνηση παραμένει ανοιχτή σε κάθε συνάντηση με γεωργούς και κτηνοτρόφους, είτε με τον ίδιο, είτε με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη και τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστα Τσιάρα, όπως συνέβη πρόσφατα με τους αγρότες της Κρήτης.
Παράλληλα, εξέφρασε την αντίθεσή του στα αγροτικά μπλόκα, επισημαίνοντας ότι «στρέφονται εκ των πραγμάτων εναντίον άλλων κοινωνικών ομάδων» και τελικά «υπονομεύουν τα ίδια τα αιτήματα των αγροτών». Οι καταλήψεις δρόμων και δημόσιων υποδομών, ανέφερε, «βλάπτουν τη χώρα και τις τοπικές οικονομίες».
Ο πρωθυπουργός προανήγγειλε νέο πακέτο ενισχύσεων, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση εξετάζει «μία δέσμη επιπλέον μέτρων», τα οποία θα προκύψουν από την ανακατανομή αδιάθετων πόρων του νέου πλαισίου αγροτικών επιδοτήσεων. Τόνισε, ωστόσο, ότι κάθε απόφαση θα ληφθεί «εντός των δυνατοτήτων της εθνικής οικονομίας» και σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, καθώς «κανένα μέτρο εκτός ΚΑΠ δεν μπορεί να σταθεί στις Βρυξέλλες».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην ένταξη του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ, διαδικασία που – όπως είπε – είναι «αδιαπραγμάτευτη» και αποτελεί τον πυλώνα της εξυγίανσης του συστήματος αγροτικών πληρωμών. Η μεταρρύθμιση αυτή, σημείωσε, θα ενισχύσει την εθνική παραγωγή και θα εξασφαλίσει ότι «οι έντιμοι αγρότες θα εισπράττουν κάθε χρόνο περισσότερα χρήματα».
«Φαίνεται πως η τολμηρή αυτή απόφαση ξεβόλεψε αρκετούς που επί δεκαετίες αξιοποιούσαν τα κενά του παλαιού συστήματος», σχολίασε με νόημα ο κ. Μητσοτάκης, επισημαίνοντας ότι αυτή η παθογένεια «40 ετών και διακομματικών ευθυνών πρέπει να τελειώσει».
Η κυβέρνηση, κατέληξε, θα συνεχίσει να στηρίζει τα δίκαια αιτήματα των αγροτών, αλλά «χωρίς να εκτροχιάσει τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας».