Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, ξεκαθαρίζει σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» ότι δεν επιδιώκει να αναλάβει πρωθυπουργικό ρόλο, τονίζοντας πως «υποψήφιος πρωθυπουργός δεν είμαι εγώ, αλλά οι αρχηγοί των κομμάτων». Όπως σημειώνει, η συζήτηση γύρω από υποτιθέμενες φιλοδοξίες του πηγάζει από το άγχος όσων φοβούνται τις πολιτικές εξελίξεις και όχι από πραγματικά δεδομένα.
Ο κ. Βενιζέλος προσθέτει πως «δεν ενοχλούνται από την ανύπαρκτη πιθανότητα να αναλάβω θεσμικό ρόλο που δεν επιδιώκω, αλλά από την προφανή βεβαιότητα ότι ασκώ ως πολίτης το δικαίωμά μου στον πολιτικό λόγο». Παράλληλα, χαρακτηρίζει παράδοξο να αποδίδονται φιλοδοξίες σε πρόσωπο που δηλώνει ότι κινείται στον χώρο της μεταπολιτικής.
Απαντώντας σε σενάρια που συνδέουν την κριτική του προς την κυβέρνηση με προσωπικές φιλοδοξίες, ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει: «Ελπίζω οι ειδικοί του ‘πολιτικού ψυχολογισμού’ να ρωτήσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη αν αθέτησε την υπόσχεσή του να με προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Προσθέτει πως όποιος αναζητά τα κίνητρά του μπορεί απλώς να παρακολουθεί την πορεία των ζητημάτων δημοκρατίας, κράτους δικαίου, εξωτερικής πολιτικής, κοινωνικής συνοχής και δημοσιονομικής επίγνωσης.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν οι παρεμβάσεις του περί διακυβερνησιμότητας, με τον ίδιο να δηλώνει ότι «η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη». Όπως εξηγεί, η δυσκολία αυτή δεν οφείλεται σε θεσμική ανεπάρκεια, αλλά στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας να οργανώσουν έναν ουσιαστικό εθνικό διάλογο. «Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη γιατί το πολιτικό σύστημα, η κοινωνία πολιτών, οι παραγωγικές δυνάμεις και οι διανοούμενοι αδυνατούν να ανασυστήσουν το κοινωνικό συμβόλαιο που διερράγη την περίοδο της κρίσης», σημειώνει.
Παράλληλα, ξεκαθαρίζει ότι για τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου «συζητάμε με όλους όσοι κινούνται εντός του συνταγματικού φάσματος». Αναφορικά με τη συνταγματική αναθεώρηση, εμφανίζεται επιφυλακτικός, τονίζοντας ότι είναι δύσκολο να υπάρξει ουσιαστική αναθεωρητική συναίνεση σε μια Βουλή που κινδυνεύει να διαλυθεί χωρίς συνεργασίες. «Η αναθεώρηση του άρθρου 86 έχει καταστεί αναγκαία μετά τις αλλεπάλληλες καταστρατηγήσεις του τόσο από την κυβέρνηση Τσίπρα όσο και από την κυβέρνηση Μητσοτάκη», καταλήγει.