Την εξαίρεση από τη φορολόγηση, βάσει των τεκμηρίων, των χαμηλών εισοδημάτων και για το 2018 δρομολογεί η κυβέρνηση.
Πρόκειται για όσους από περιστασιακές απασχολήσεις έχουν αποκομίσει το 2017 χαμηλά εισοδήματα, έως 6.000 ευρώ, και έχουν παράλληλα τεκμαρτές δαπάνες έως 9.500 ευρώ. Χωρίς την προωθούμε διάταξη, η συγκεκριμένη κατηγορία των φορολογουμένων, θα φορολογηθεί με συντελεστή έως και 44%, ενώ με τη διάταξη θα είναι αφορολόγητοι.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, οι φορολογούμενοι οι οποίοι αποκτούν εισοδήματα μέχρι 6.000 ευρώ το χρόνο, ήτοι άνεργοι, φοιτητές, συμμετέχοντες σε επιδοτούμενα προγράμματα κ.λπ. θα φορολογηθούν με βάση την κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων, που έχει αφορολόγητο όριο έως 9.545 ευρώ και όχι με εκείνη των ελευθέρων επαγγελματιών, που προβλέπει την επιβολή φόρου από το πρώτο ευρώ και προκαταβολή φόρου.
Πιο αναλυτικά η διάταξη που θα καταθέσει στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών, θα προβλέπει ότι για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 2017 και θα δηλωθούν φέτος θα ισχύσει η διάταξη που προβλέπει τα ακόλουθα:
1. Όταν το ετήσιο δηλωθέν εισόδημα των φορολογουμένων δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται η υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών ή εφόσον δεν ασκείται ατομική αγροτική δραστηριότητα και δεν αποκτάται εισόδημα από εκμετάλλευση κεφαλαίου τότε το δηλωθέν εισόδημα και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, φορολογούνται με την κλίμακα φόρου εισοδήματος των μισθωτών – συνταξιούχων, στην οποία ισχύει αφορολόγητο όριο κλιμακούμενο από 8.636 έως 9.545 ευρώ.
2. Εάν το δηλωθέν εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ, το υπερβάλλον ποσό φορολογείται με την κλίμακα φορολόγησης του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή με 22%.
Γλιτώνουν το χαράτσι με 44%
Χωρίς τη συγκεκριμένη διάταξη, οι έχοντες εισοδήματα έως 6.000 ευρώ από περιστασιακή απασχόληση θα επιβαρύνονταν υπέρμετρα με φόρο εισοδήματος επί της τεκμαρτής δαπάνης.
Η φορολογική νομοθεσία προβλέπει πως, όταν, το δηλωθέν εισόδημα δεν προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες και το εισόδημα που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος, τότε τόσο το δηλωθέν εισόδημα όσο και η προστιθέμενη σ' αυτό διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, που προκύπτει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων, φορολογούνται στο σύνολό τους ως εισόδημα από επιχειρηματικές δραστηριότητες με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ.
Επίσης, επί του κύριου φόρου που προκύπτει με τον συντελεστή 22%, επιβάλλεται και προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, με συντελεστή 100%.
Παράδειγμα: φορολογούμενος με εισόδημα 6.000 ευρώ από περιστασιακή απασχόληση ο οποίος κατέχει ταυτόχρονα ένα σπίτι και ένα αυτοκίνητο με συνολική αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης 9.500 ευρώ. Χωρίς την προωθούμενη διάταξη ο φόρος που θα πλήρωνε θα υπολογιζόταν στο ποσό της τεκμαρτής δαπάνης και όχι στο ποσό του πραγματικού εισοδήματος. Δηλαδή θα πλήρωνε φόρο επί των 9.500 ευρώ υπολογιζόμενο από το πρώτο ευρώ, με συντελεστή 22%. Το ποσό του φόρου θα ήταν 2.090 ευρώ!.
Επίσης θα του καταλογιζόταν και προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος, στο 100% του φόρου (2.090 ευρώ) και το συνολικό ποσό που θα πλήρωνε θα έφτανε σε 4.180 ευρώ!
Με τη διορθωτική διάταξη, ο συγκεκριμένος φορολογούμενος, θα φορολογηθεί ως μισθωτός και για το εισόδημα των 6.000 ευρώ. Λόγω του αφορολόγητου ορίου που έχουν οι μισθωτοί ήτοι 8.636 έως 9.545 ευρώ, ο φόρος είναι μηδέν.