Κλιμακώνεται ο υπόγειος οικονομικός πόλεμος ΗΠΑ- Γερμανίας, ο οποίος οδηγεί πλέον σε γενικότερη αντιπαράθεση αμερικανικών-ευρωπαϊκών συμφερόντων και γεωστρατηγικών σχεδιασμών. «Λάδι στη φωτιά» ρίχνει τώρα η προσπάθεια του πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον να εντείνει την πίεση προς τη Ρωσία, επιβάλλοντας νέες κυρώσεις με πρόσχημα το ζήτημα της Ουκρανίας και της Κριμαίας.
Οι κυρώσεις αυτές προκαλούν τεράστια ζημία στις ευρωπαϊκές οικονομίες – ιδιαίτερα στη γερμανική. Το Βερολίνο υποστηρίζει μάλιστα ότι χρησιμοποιούνται από τις ΗΠΑ ως «εργαλείο άσκησης πολιτικής στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές», προς όφελος των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων και σε βάρος των ευρωπαϊκών.
Πρωτοστατούντος του Βερολίνου, οι Ευρωπαίοι όχι μόνον αρνούνται να συναινέσουν στη συνέχιση των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και στην επιβολή νέων – τις οποίες ενέκρινε ήδη η αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων – αλλά απειλούν τις ΗΠΑ με αντίμετρα, υποστηρίζοντας ότι αυτές οι μονομερείς ενέργειες συνιστούν παραβίαση των κανόνων διεθνούς δικαίου.
Ποιοί χάνουν
Η ουσία δεν είναι βέβαια το διεθνές δίκαιο, αλλά τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται:
• Ο περιορισμός των εξαγωγών προς τη Ρωσία και η ακύρωση συμβολαίων γερμανικών επιχειρήσεων λόγω του εμπάργκο, υπολογίζεται ότι κοστίζει ετησίως στη Γερμανία περίπου 0,6% του ΑΕΠ
• Η Γαλλία υφίσταται επίσης μεγάλη ζημία από τη μείωση εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και μηχανολογικού εξοπλισμού, καθώς και από την ακύρωση ρωσικών παραγγελιών αμυντικού εξοπλισμού
• Στην Τσεχία, την Πολωνία και τη Φιλανδία εκατοντάδες επιχειρήσεις βρέθηκαν στα πρόθυρα κατάρρευσης, καθώς έκλεισε γι αυτές η ρωσική αγορά.
Συγκριτικά περιορισμένες - αλλά οπωσδήποτε υπολογίσιμες, ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα - ήταν οι οικονομικές επιπτώσεις για την Ελλάδα.
Κοινή ευρωπαϊκή στάση
Η Γερμανία προσπαθεί τώρα να κινητοποιήσει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να υπάρξει ενιαία συνολική αντίδραση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Επισημαίνοντας ότι οι νέες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας «θα ζημιώσουν ευρωπαϊκές εταιρείες» και ότι «παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο», η υπουργός Οικονομίας Brigitte Zypries κάλεσε χθες την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής αντιμέτρων σε βάρος των ΗΠΑ.
«Δεν θέλουμε έναν εμπορικό πόλεμο. Όμως είναι σημαντικό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει τώρα αντίμετρα», είπε η Γερμανίδα υπουργός.
Νέο χτύπημα στα γερμανικά συμφέροντα
Σχεδόν ταυτόχρονα εκδηλώθηκε μία άλλη «επιθετική» ενέργεια από αμερικανικής πλευράς, στα πλαίσια του ακήρυκτου οικονομικού πολέμου: Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατέθεσε μήνυση κατά των πέντε γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών (BMW, Daimler-Benz, Volkswagen, Audi και Porsche), με την κατηγορία ότι επί 20 χρόνια, από το 1996 έως το 2015, «απέκρυπταν σημαντικές πληροφορίες για την τεχνολογική πρόοδο του κλάδου».
Το υπουργείο δεν αποσαφήνισε σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η κατηγορία. Είναι προφανές ότι όλες οι μεγάλες εταιρείες που ξοδεύουν πολλά σε έρευνα-ανάπτυξη και σε τεχνολογικές καινοτομίες, δεν δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα των ερευνών τους, ούτε ενημερώνουν τους... ανταγωνιστές τους. Και δεν θα το έκαναν βέβαια οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες – οι οποίες τεχνολογικά βρίσκονται… μισό αιώνα μπροστά από τις αμερικανικές.
Διαβάστε σχετικά: Οι ΗΠΑ χτυπούν πάλι τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες
Η μήνυση υποδηλώνει ότι υιοθετώντας το δόγμα Τραμπ «Πρώτα οι ΗΠΑ», οι αμερικανικές αρχές αξιοποιούν όλες τις δυνατότητες που τους δίνει η εθνική νομοθεσία, για να συνεχίσουν τον πόλεμο κατά των μεγάλων γερμανικών εταιρειών.
Μετά το VolksWagen diesel gate και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στην Deutsche Bank, στο στόχαστρο βρίσκονται πάλι οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, που κερδίζουν έδαφος στην αμερικανική αγορά και κατά τον πρόεδρο Τραμπ «στερούν θέσεις εργασίας από Αμερικανούς».
Η αντιπαράθεση δεν πρόκειται βέβαια να περιορισθεί σ’ αυτό το μέτωπο. Εκατέρωθεν κινήσεις αναμένονται σε όλο το φάσμα των διεθνών εμπορικών συναλλαγών και του τομέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Παρενέργειες θα υπάρξουν και σε πολιτικό-διπλωματικό επίπεδο, ενώ το θέμα της Ρωσίας και των κυρώσεων θα επανέρχεται στον αμερικανοευρωπαϊκό διάλογο ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο και ως πρόσχημα για την προώθηση επιλογών.