Μπροστά στον κίνδυνο να παραμείνει χαλαρή για όλες τις χώρες, εκτός από την Ελλάδα, η ευρωπαϊκή δημοσιονομική επιτήρηση βρίσκεται η κυβέρνηση. Οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν μέσα στον Απρίλιο, όταν οι υπουργοί Οικονομικών κληθούν, με βάση σχετική εισήγηση της Κομισιόν, να αποφασίσουν αν θα εφαρμόσουν τη ρήτρα διαφυγής του Συμφώνουν Σταθερότητας και τον επόμενο χρόνο, προκειμένου οι κυβερνήσεις να έχουν την ευχέρεια ενίσχυσης των οικονομιών με δημοσιονομικά μέτρα.
Η γενική κατεύθυνση, όπως φάνηκε και στις τελευταίες συνεδριάσεις του Eurogroup και του Ecofin, είναι ότι θα πρέπει να παραμείνει χαλαρός ο... μανδύας της προβλεπόμενης από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη δημοσιονομικής επιτήρησης, καθώς όλοι συμφωνούν ότι μια πρόωρη απόσυρση των μέτρων στήριξης θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, υποσκάπτοντας την ανάκαμψη μετά την πανδημία. Μάλιστα, ιδιαίτερα ανήσυχοι είναι οι Ευρωπαίοι υπουργοί και η Κομισιόν για ενδεχόμενη κρίση ρευστότητας που θα επηρέαζε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, σε περίπτωση απότομης απόσυρσης των μέτρων στήριξης.
Όμως, σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα δεν παύει να αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, καθώς είναι η μοναδική χώρα που παραμένει σε καθεστώς μεταμνημονιακής εποπτείας. Πέραν αυτού του τυπικού θέματος, όμως, εξετάζεται στις Βρυξέλλες και το θέμα ουσίας, δηλαδή αν η Ελλάδα μπορεί να παραμείνει και το 2022, δηλαδή για τρίτο συνεχόμενο έτος, μακριά από τους στόχους που είχαν τεθεί όταν βγήκε η χώρα από το μνημόνιο, χωρίς αυτό να επηρεάσει σοβαρά τη βιωσιμότητα του χρέους, με συνέπεια να χρειασθεί να ανοίξει αργότερα άλλη μία, πολιτικά δύσκολη συζήτηση για νέα ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους.
Προς το παρόν, στην προηγούμενη έκθεση αξιολόγησης, η Κομισιόν εκτιμούσε ότι η εκτίναξη του πρωτογενούς ελλείμματος το 2020 και η αύξηση του χρέους πάνω από το 200% δεν επηρεάζουν σημαντικά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Σε μεγάλο βαθμό, άλλωστε, το γεγονός ότι η ΕΚΤ περιέλαβε την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η χώρα μπορεί να δανείζεται με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, αντισταθμίζει την πίεση στη βιωσιμότητα του χρέους που προκύπτει ως αποτέλεσμα των αυξημένων ελλειμμάτων.
Ειδική μεταχείριση της Ελλάδας
Όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτές οι παραδοχές εξακολουθούν να ισχύουν σήμερα, υπό το φως της επιδείνωσης των προβλέψεων για την ανάπτυξη και τα ελλείμματα του 2021. Το επόμενο διάστημα θα φανεί αν οι Βρυξέλλες εξακολουθούν να δέχονται ότι δεν επηρεάζεται δυσμενώς η βιωσιμότητα του χρέους σε βαθμό που να απειλούνται με «ξήλωμα» οι συμφωνίες για την περίοδο ως το τέλος της δεκαετίας.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν αντέχει η βιωσιμότητα σε ένα ακόμη έτος σοβαρής δημοσιονομικής επιδείνωσης, υπάρχει σοβαρός προβληματισμός για το 2022, δηλαδή αν μπορεί να αφεθεί η Αθήνα άλλο ένα χρόνο με μεγάλο βαθμό ελευθερίας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Σύμφωνα με πληροφορίες, εξετάζεται να μην ισχύσει πλήρως για την Ελλάδα η ρήτρα διαφυγής, αλλά να κληθεί η κυβέρνηση να συμφωνήσει ένα στόχο για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, ο οποίος θα βρίσκεται πιο κοντά στους αρχικούς στόχους που υπήρχαν για σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα.
Η κυβέρνηση θέλει πάση θυσία να αποφύγει αυτό το σενάριο, που θα «έδενε τα χέρια» της στην άσκηση πολιτικής. Όπως τόνισε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας στην ΕΡΑ, προτεραιότητα τής κυβέρνησης είναι να συνεχισθεί η δημοσιονομική χαλάρωση και το 2022 και η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε καθεστώς μεταμνημονιακής εποπτείας, να αντιμετωπισθεί όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα, ο υπουργός Οικονομικών δήλωσε την πρόθεσή του να συνεχισθεί μεν η στήριξη της οικονομίας για όσο χρειαστεί ώστε να ξεπερασθεί η επίδραση της πανδημίας, αλλά πάντα εντός των απαραίτητων δημοσιονομικών περιορισμών που υπαγορεύει η δημοσιονομική σταθερότητα.