Στην έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Ιδεολογικές Στάσεις & Πολιτικές Τάσεις στην Ελλάδα Σήμερα», μεταξύ άλλων, τίθεται το ερώτημα «Οι βασικές υποδομές θα πρέπει να ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα;».
* Άρθρο στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ του Νίκου Χατζηαργυρίου, Ομότιμου Καθηγητή ΕΜΠ, πρώην Προέδρου και ΔΝΣ ΔΕΔΔΗΕ, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ
Το σχετικό ερώτημα απαντήθηκε με 15% «συμφωνώ», 73% «διαφωνώ «και 12% ΔΞ/ΔΑ. Αν και στο πλαίσιο της έρευνας δεν αναφέρεται ρητά ποιες θεωρούνται ως βασικές υποδομές της χώρας, υποθέτουμε ότι οι τομείς της υγείας, της άμυνας, της εκπαίδευσης και της ενέργειας περιλαμβάνουν βασικές υποδομές. Σε αυτό το σημείωμα σχολιάζεται αυτό το ερώτημα από την πλευρά του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και ιδιαίτερα των δικτύων διανομής ηλεκτρισμού. Ιδιαίτερα, εξηγείται γιατί τα δίκτυα διανομής αποτελούν βασικές, στρατηγικές υποδομές οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την αποστολή τους εάν ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, όπως υποστηρίζεται άλλωστε από την πλειοψηφία (3/4) των ερωτηθέντων.
Η λειτουργία των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας διακρίνεται σε ανταγωνιστικές και σε μονοπωλιακές δραστηριότητες. Η παραγωγή και η εμπορία ενέργειας αποτελούν τον ανταγωνιστικό τομέα, που έχει απελευθερωθεί πλήρως και στον οποίο δραστηριοποιούνται σήμερα δημόσιες και κυρίως ιδιωτικές επιχειρήσεις εντός του προκαθορισμένου θεσμικού πλαισίου αγοράς ενέργειας. Από την άλλη, οι δραστηριότητες της μεταφοράς και διανομής είναι εκ φύσεως μονοπωλιακές, αφού είναι μη ορθολογικό και αντιοικονομικό να υπάρχουν εναλλακτικές, ανταγωνιστικές υποδομές παράλληλων δικτύων για την ικανοποίηση της ίδιας κατανάλωσης. Για τα δίκτυα λοιπόν δεν υπάρχει θέμα ανταγωνισμού, μέσω του οποίου μπορεί να μειωθούν οι τιμές. Ο πολύ διαφορετικός χαρακτήρας αυτών των δραστηριοτήτων καθορίζει και τον ρόλο τους στις σημερινές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς ενέργειας καθώς και τον τρόπο που ασκούν τη λειτουργία τους.
Ο ρόλος των δικτύων διανομής είναι η αδιάλειπτη παροχή ρεύματος στους πολίτες με την μεγαλύτερη αξιοπιστία, το χαμηλότερο δυνατό κόστος και τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Όσον αφορά την οικονομική τους δραστηριότητα, η επιδίωξη των δραστηριοτήτων των δικτύων διανομής, σε αντίθεση με τις δραστηριότητες της παραγωγής και της εμπορίας, δεν πρέπει να αποβλέπει στο κέρδος, αλλά στην αποδοτικότητα κόστους. Η έννοια του κόστους δεν αφορά μόνο τη λειτουργία, αλλά και τη συντήρηση και την ανάπτυξη των δικτύων μαζί με τις αναγκαίες σχετικές επενδύσεις. Η αποδοτική διαχείριση των δικτύων εξασφαλίζει ότι το κόστος που επιβαρύνει τους καταναλωτές εξασφαλίζει ένα εύλογο έσοδο, το οποίο είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού τους, χωρίς να παράγεται κέρδος, ούτε βέβαια να συνεπάγεται ζημιές. Συμπερασματικά, τα δίκτυα διανομής είναι φυσικά μονοπώλια με κύριο σκοπό την καλλίτερη εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και επιπλέον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, παίζουν στρατηγικό ρόλο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της ενεργειακής μετάβασης.
Η ενεργειακή μετάβαση σε ένα μοντέλο εξυπηρέτησης της οικονομίας χαμηλού άνθρακα αποτελεί τα τελευταία χρόνια, στις περισσότερες χώρες, τη βασική επιλογή ενεργειακής πολιτικής. Κινητήρια δύναμη αυτής της μετάβασης είναι η καταπολέμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, με βασικά εργαλεία την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), των διεσπαρμένων ενεργειακών πόρων και την ενεργειακή αποδοτικότητα, μέσω και της ενδυνάμωσης του ρόλου του πολίτη ως ενεργού καταναλωτή και παραγωγού. Τα δίκτυα διανομής αποτελούν βασικό συντελεστή στην ενεργειακή μετάβαση, αφού οι περισσότερες μονάδες ΑΠΕ (>75%) συνδέονται σε αυτά. Εκτός των μεγάλων εγκαταστάσεων ΑΠΕ που συνδέονται στα δίκτυα μεταφοράς Υψηλής Τάσης, στα δίκτυα διανομής συνδέονται πλήθος διεσπαρμένων μονάδων μικρού και μεσαίου μεγέθους, ενεργοί καταναλωτές που παράγουν τη δική τους ηλεκτρική ενέργεια (π.χ. net-metering) και συμμετέχουν στην ενεργειακή αποδοτικότητα και εξοικονόμηση ενέργειας, ανεξάρτητα ή οργανωμένα σε ενεργειακές κοινότητες. Στο μέλλον θα συνδεθούν μονάδες αποθήκευσης και φορτιστές ηλεκτροκίνησης, για τους οποίους θα πρέπει να εφαρμοσθούν πολιτικές «έξυπνης φόρτισης», κλπ. Η αποτελεσματική διαχείριση ενός τέτοιου, εξαιρετικά πολύπλοκου συστήματος απαιτεί τη μετατροπή των δικτύων σε «έξυπνα δίκτυα», με ευρεία χρήση ψηφιακών τεχνολογιών και εκμετάλλευση ενός τεράστιου όγκου δεδομένων που θα συλλέγονται μέσω έξυπνων μετρητών και πλήθους αισθητήρων εγκατεστημένων στο δίκτυο.
Η ανάπτυξη και εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη μείωση του κόστους λειτουργίας των δικτύων και στη βελτίωσης της εκμετάλλευσης τους με σκοπό τον εξορθολογισμό και αναβολή ή και μείωση των επενδύσεων στις υποδομές τους. Επιπλέον, ο εκσυγχρονισμός των δικτύων προσφέρει δυνατότητες ανάπτυξης εγχώριας τεχνολογίας και επιχειρηματικότητας, δημιουργεί ευκαιρίες για νέες θέσεις εργασίας για υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μοχλό για την ανάπτυξη της χώρας. Τα δίκτυα διανομής ηλεκτρισμού, ως βασική παράμετρος ενεργειακής πολιτικής, αλλά και βασικός παράγοντας εκσυγχρονισμού ανήκουν όχι μόνο στις βασικές, αλλά και στις στρατηγικές υποδομές τις χώρας.
Η ιδιωτική εκμετάλλευση των δικτύων διανομής με σκοπό το κέρδος εμπεριέχει μια εγγενή αντίφαση όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό τους. Τα έσοδα των επιχειρήσεων διανομής ανακτώνται από τα τιμολόγια ενέργειας των καταναλωτών μέσω των τελών χρήσης του δικτύου. Τα έσοδα αυτά είναι αναγκαία για να καλυφθούν: α) τα λειτουργικά έξοδα που αντανακλούν το κόστος λειτουργίας και εξαρτώνται από την ηλεκτρική ενέργεια που διακινείται και β) το κόστος απόσβεσης των κεφαλαίων που επενδύονται σήμερα στο μεγαλύτερο ποσοστό για επεκτάσεις και ενισχύσεις (νέες γραμμές, υποσταθμοί, κλπ), και λιγότερο σε έργα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Αν και το σύνολο των έργων αυτών εγκρίνονται από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και αποζημιώνονται με μία ρυθμιστικά οριζόμενη τιμή ανάκτησης των επενδεδυμένων κεφαλαίων, το στενά οικονομικό συμφέρον των επιχειρήσεων διανομής συνεπάγεται τη διακίνηση της μέγιστης δυνατής ποσότητας ενέργειας και την πραγματοποίηση των περισσότερων δυνατών επενδύσεων σε υποδομές (δημιουργία copperplate). Το στενά οικονομικό συμφέρον δηλαδή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την εφαρμογή τεχνολογιών εκσυγχρονισμού των δικτύων και πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας, οι οποίες πρέπει να αποβλέπουν στη βελτίωση της ποιότητας εξυπηρέτησης των πολιτών, χωρίς να τους επιβαρύνουν υπέρμετρα, ενώ θα πρέπει να οδηγούν σε εξορθολογισμό των επενδύσεων σε υποδομές και σταδιακή μείωση του λειτουργικού κόστους.
Συμπερασματικά, τα δίκτυα διανομής είναι φυσικά μονοπώλια, αποτελούν βασικές, στρατηγικές υποδομές και προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της χώρας. Ο σκοπός λειτουργίας των δικτύων είναι η εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου με το μικρότερο δυνατό κόστος και την μεγαλύτερη προστασία του περιβάλλοντος και αυτό δεν συμβαδίζει με τους σκοπούς μιας ιδιωτικής επιχείρησης που έχει ως κύρια επιδίωξη την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σήμερα, που είναι επιτακτική η ανάγκη εκσυγχρονισμού των δικτύων μέσω βέλτιστων επενδύσεων.