Σε κρυφό βάρος για την παραγωγικότητα και την επιχειρηματική καινοτομία εξελίσσεται η όλο και μεγαλύτερη «δεύτερη ζωή» των εταιρικών συσκευών, από smartphones μέχρι δικτυακό εξοπλισμό. Νέα στοιχεία δείχνουν ότι η καθυστέρηση επενδύσεων στην τεχνολογία κοστίζει ακριβά σε ώρες εργασίας, ταχύτητα και ανταγωνιστικότητα, ακόμη κι αν η τάση για παράταση ζωής των συσκευών ταιριάζει με την εποχή της οικονομίας και της βιωσιμότητας.
Από ξεχαρβαλωμένα κινητά που επιμένουν να «ζουν», έως εταιρικά laptop δεκαετίας, η τάση των καταναλωτών και των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ να κρατούν τις συσκευές τους πολύ πέρα από τον αρχικό τους κύκλο ζωής, έχει πλέον σοβαρό αποτύπωμα στην οικονομία. Παρότι η πρακτική αποτυπώνει μια ευρύτερη στροφή προς εξοικονόμηση κόστους και μεγαλύτερη περιβαλλοντική συνείδηση, η πραγματικότητα για την παραγωγικότητα είναι λιγότερο ρομαντική.
Οι Αμερικανοί κρατούν σήμερα το smartphone τους για περίπου 29 μήνες, σχεδόν έναν χρόνο περισσότερο απ’ ό,τι πριν από μια δεκαετία.
Στο εταιρικό περιβάλλον, όμως, ο κύκλος ζωής είναι ακόμη πιο παρατεταμένος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και διεθνώς, όπου οι επενδύσεις σε νέο εξοπλισμό γίνονται πιο αργά και πιο επιλεκτικά.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), κάθε επιπλέον έτος καθυστέρησης στις αναβαθμίσεις τεχνολογικού εξοπλισμού μειώνει την παραγωγικότητα κατά περίπου 0,3%. Η ίδια μελέτη αποδίδει πάνω από το ήμισυ των διαφορών παραγωγικότητας μεταξύ προηγμένων οικονομιών στα διαφορετικά πρότυπα επενδύσεων σε hardware και τεχνολογικές υποδομές.
Παράλληλα, η καθημερινή εμπειρία επιβεβαιώνει το χάσμα: παλαιά δίκτυα και συσκευές που «σέρνονται» υποχρεώνουν ολόκληρα συστήματα να λειτουργούν με χαμηλότερες ταχύτητες, επειδή οι υποδομές πρέπει να είναι πλήρως συμβατές με παλιότερα πρότυπα. Το αποτέλεσμα είναι μειωμένα GBps, καθυστερήσεις στις εταιρικές ροές εργασίας και υπερβολικές ώρες troubleshooting.
Αντιφατικές τάσεις
Η επίπτωση αυτή μεταφράζεται σε οικονομικό κόστος: στις ΗΠΑ, στοιχεία από εταιρείες τεχνολογικών λύσεων δείχνουν ότι τέσσερις στους δέκα εργαζόμενους αναγκάζονται να δουλεύουν υπερωρίες λόγω τεχνικών καθυστερήσεων, ενώ πάνω από 80% θεωρούν πως η παλαιότητα εξοπλισμού μειώνει την ικανότητα των επιχειρήσεων να καινοτομούν.
Την ίδια στιγμή, η αγορά δείχνει δύο αντιφατικές τάσεις: οι καταναλωτές συνεχίζουν να κυνηγούν το νέο μοντέλο, όπως έδειξε και η πρόσφατη επιτυχία του iPhone 17, αλλά οι εργοδότες επιλέγουν να καθυστερούν τις επενδύσεις, εγκλωβίζοντας τους εργαζόμενους σε παρωχημένο hardware. Το φαινόμενο παρατείνεται από το ψυχολογικό στοιχείο: πολλοί εργαζόμενοι διστάζουν να αλλάξουν συσκευή, ακόμη και αν η νέα είναι σαφώς πιο αποδοτική.
Παράλληλα, η οικονομία της επισκευής και της ανακατασκευής συσκευών αναπτύσσεται δυναμικά, αλλά παραμένει εν πολλοίς ανεξέλεγκτη και υποτιμημένη. Στελέχη της αγοράς υποστηρίζουν ότι αν οι κυβερνήσεις και οι μεγάλοι κατασκευαστές ενίσχυαν συστηματικά την κυκλική οικονομία, με πρόσβαση σε ανταλλακτικά, καλύτερη τεχνική υποστήριξη και μεγαλύτερη διάρκεια λογισμικού, το «μοντέλο του συνεχούς upgrade» θα έχανε μέρος της επιρροής του.
Ωστόσο, το σήμερα δείχνει ξεκάθαρα την πραγματικότητα: καθώς οι ενεργειακές απαιτήσεις της τεχνητής νοημοσύνης και των data centers εκτοξεύονται, η τεχνολογία καλπάζει και οι εταιρείες δυσκολεύονται να ακολουθήσουν.
Μέχρι να υπάρξει ευρύτερη στρατηγική ανανέωσης, εκατομμύρια εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να συμβιώνουν με παλιές συσκευές που θυμίζουν «αγαπημένα αλλά κουρασμένα παπούτσια», με το κόστος να το πληρώνουν η παραγωγικότητα, η καινοτομία και τελικά, η οικονομία.