Στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δαπάνησαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια για να διασώσουν εμπορικές τράπεζες. Σήμερα, όμως, αρχίζει να μην φαίνεται ως ένα εντελώς απίθανο ενδεχόμενο να κληθούν οι κυβερνήσεις να διασώσουν με χρήμα των φορολογούμενων την ίδια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που υπέστη ήδη μεγάλες ζημιές το 2022 από την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, όπως ανακοινώθηκε σήμερα, ενώ οι αναλυτές εκτιμούν ότι το Ευρωσύστημα των κεντρικών τραπεζών έχει μπροστά του μια πενταετία ζημιών.
Η ανακοίνωση οικονομικών αποτελεσμάτων της ΕΚΤ αποκάλυψε ότι είναι αρκετά σοβαρό το πρόβλημα που δημιούργησε τα τελευταία χρόνια η ποσοτική χαλάρωση, σε συνδυασμό με την πρόσφατη αλλαγή πολιτικής με μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια για να αναχαιτισθεί ο πληθωρισμός. Η ΕΚΤ δημιούργησε νέα αποθεματικά από το μηδέν και αγόρασε ομόλογα αξίας τρισεκατομμυρίων, όμως τώρα έχει δημιουργηθεί ένας μηχανισμός που παράγει όλο και μεγαλύτερες ζημιές στην ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες: από τα ομόλογα που έχουν αγοράσει παίρνουν μια απόδοση γύρω στο 0,5% τον χρόνο, ενώ με την αύξηση των επιτοκίων πληρώνουν στις εμπορικές τράπεζες επιτόκιο 2,5% τον χρόνο, με τα σημερινά δεδομένα, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω.
Τα κέρδη της ΕΚΤ για το 2022 ήταν μηδενικά, όπως ανακοίνωσε η κεντρική τράπεζα. Στην πραγματικότητα, όμως, είχε ζημιές που ξεπέρασαν τα 1,6 δισ. ευρώ, αλλά τις κάλυψε με την αποδέσμευση ποσού ύψους 1,6 δισ. ευρώ από την πρόβλεψη έναντι χρηματοοικονομικών κινδύνων, δηλαδή από το αποθεματικό που έχει βάλει «στην άκρη» η ΕΚΤ για να καλύπτει ενδεχόμενες ζημιές. Με βάση αυτά τα δεδομένα, ανακοινώθηκε ότι δεν διανεμήθηκαν από την ΕΚΤ κέρδη στις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το αποθεματικό προβλέψεων που έχει σχηματίσει η ΕΚΤ για μελλοντικούς κινδύνους μειώθηκε μετά την κάλυψη των ζημιών του 2022 σε 6,566 δισ. ευρώ. Οι ζημιές που είναι βέβαιο ότι θα υποστεί η κεντρική τράπεζα και στις επόμενες χρήσεις θα εξαφανίσουν αυτό το αποθεματικό και, από εκεί και πέρα, θα αρχίσουν να διαβρώνονται τα ίδια κεφάλαια της κεντρικής τράπεζας.
Οι ζημίες της ΕΚΤ, όπως η ίδια εξηγεί στην ανακοίνωσή της, προήλθαν κυρίως από τους τόκους που κατέβαλε η κεντρική τράπζα για τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο του συστήματος πληρωμών TARGET2. Επίσης, από αποσβέσεις επί τίτλων που διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο ίδιων πόρων και στο χαρτοφυλάκιο σε δολάρια ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό της αλλαγής οικονομικού σκηνικού ότι το 2021 η ΕΚΤ είχε πληρώσει τόκους μόνο 22 εκατ. ευρώ, ενώ το 2022 το ποσό εκτινάχθηκε στα 2,075 δισ. ευρώ. Αυτό ήταν αποτέλεσμα των αυξήσεων του τερματισμού της πολιτικής μηδενικών επιτοκίων, με αύξηση του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος σε επίπεδα άνω του 0% από τις 27 Ιουλίου 2022 και μετά.
Μεγάλες ήταν οι λογιστικές ζημιές από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων. Οι αποσβέσεις ανήλθαν σε 1,84 δισ. ευρώ, έναντι 133 εκατ. ευρώ το 2021, οφειλόμενες κυρίως σε μη πραγματοποιηθείσες ζημίες από μεταβολές τιμών επί τίτλων που διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο ίδιων πόρων και στο χαρτοφυλάκιο σε δολάρια ΗΠΑ λόγω αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων.
Οι τίτλοι που διακρατούνται από το Ευρωσύστημα για σκοπούς νομισματικής πολιτικής αυξήθηκαν κατά 224 δισ. ευρώ σε 4.937 δισεκ. ευρώ. Οι τίτλοι που διακρατούνται στο πλαίσιο του προγράμματος APP (σ.σ.: μόνιμο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων) αυξήθηκαν κατά 130 δισεκ. ευρώ σε 3.254 δισεκ. ευρώ και οι τίτλοι που διακρατούνται στο πλαίσιο του PEPP (σ.σ.: έκτακτο πρόγραμμα για την πανδημία) αυξήθηκαν κατά 100 δισεκ. ευρώ σε 1.681 δισεκ. ευρώ.
Πώς μοιράζονται οι ζημιές στο Ευρωσύστημα
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το σχεδιασμό του Ευρωσυστήματος των κεντρικών τραπεζών, στα βιβλία της ΕΚΤ γράφεται μόνο το 20% των ζημιών από την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, ενώ το 80% των ζημιών μένουν στα βιβλία των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Σε πρόσφατη ανάλυση του Reuters BreakingViews, με αφορμή ανακοίνωση της Τράπεζας του Βελγίου όπου προειδοποίησε για μεγάλες ζημιές τα επόμενα χρόνια, εξηγείται αυτός ο μηχανισμός και η πιθανή απαίτηση να βάλουν στο μέλλον το χέρι στο... ταμείο τα κράτη για να στηρίξουν τις κεντρικές τράπεζες, ως εξής:
- Η Εθνική Τράπεζα του Βελγίου (BNAB.BR) προειδοποίησε ότι θα μπορούσε να χάσει έως και 9 δισ. ευρώ τα επόμενα πέντε χρόνια. Εάν άλλες κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ υποστούν παρόμοιες ζημίες ανάλογα με το μερίδιό τους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, το σύνολο θα μπορούσε να ανέλθει σε 304 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο αυτή. Οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ευθύνονται για το 80% αυτών, ενώ το υπόλοιπο 20% επαφίεται στην ίδια την ΕΚΤ.
- Υπάρχουν τρεις τρόποι για να μοιρασθεί το βάρος. Ο πρώτος είναι η χρήση προβλέψεων που έχουν συσσωρευτεί από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την τελευταία δεκαετία. Αυτά ανέρχονται σε περίπου 300 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με την ΕΚΤ. Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες είχαν μεγάλες διαφορές στην προσέγγισή τους όσον αφορά τον σχηματισμό προβλέψεων, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένες μπορεί να μείνουν ασθενέστερες από άλλες. Και δεν θα επιθυμούν να εξαντλήσουν τα αποθέματά τους.
- Η δεύτερη επιλογή θα ήταν να παρέμβουν οι κυβερνήσεις. Μια κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση, αλλά η λειτουργία της με ελάχιστα ή αρνητικά ίδια κεφάλαια θα μπορούσε να βλάψει την αξιοπιστία της. Ωστόσο, οι μεγάλες ανακεφαλαιοποιήσεις που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους και προκαλούνται από την ανάγκη πληρωμής των τραπεζών θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πολιτικούς φραγμούς. Χώρες με μεγάλα τραπεζικά συστήματα, όπως η Γαλλία, ή υψηλό χρέος, όπως η Ιταλία, μπορεί να αντισταθούν.
- Η τρίτη, πιο ευχάριστη επιλογή θα ήταν να συρρικνωθεί το ποσό που καταβάλλεται στις εμπορικές τράπεζες, μειώνοντας τους τόκους που καταβάλλονται για τα αποθεματικά. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να καταβάλλει το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων για ορισμένα μόνο αποθεματικά και χαμηλότερο επιτόκιο για τα υπόλοιπα. Ωστόσο, ορισμένοι κεντρικοί τραπεζίτες φοβούνται ότι αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.