Πριν τις δικαστικές διακοπές που αρχίζουν την 1η Ιουλίου αναμένεται η έκδοση της κρίσιμης απόφασης του Αρείου Πάγου για τον τρόπο υπολογισμού των τόκων στα δάνεια που ρυθμίζονται με τον νόμο Κατσέλη και η πλευρά των τραπεζών και των servicers προσβλέπει σε μια ανατροπή των δεκάδων δικαστικών αποφάσεων και της εισήγησης της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, που έχουν δικαιώσει τους δανειολήπτες.
Οι χρηματοδοτικοί φορείς έχουν αποδυθεί τους τελευταίους μήνες σε ένα εντατικό lobbying προς την κυβέρνηση, ενώ στις προτάσεις που έχουν υποβάλει στον Άρειο Πάγο αναπτύσσουν τη νομική τους επιχειρηματολογία, υποστηρίζοντας ότι και για τις ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη πρέπει να υπολογίζονται οι τόκοι επί του συνόλου του κεφαλαίου και όχι επί της μηνιαίας δόσης, όπως συμβαίνει με όλα τα δάνεια.
Προς την κυβέρνηση, το κύριο επιχείρημα που προβάλλουν είναι οικονομικό: θέτουν ζήτημα μείωσης εσόδων από τα ρυθμισμένα δάνεια που θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να επηρεασθούν τιτλοποιήσεις και να καταστεί αναγκαία η κατάπτωση εγγυήσεων που έχει δώσει το Δημόσιο με το σχέδιο «Ηρακλής».
Πάντως, νομικοί κύκλοι τονίζουν ότι θα είναι πολύ δύσκολο να ανατραπεί από τον Άρειο Πάγο η εισήγηση της εισαγγελέως, καθώς τα ρυθμισμένα δάνεια του νόμου Κατσέλη αποτελούν ειδική κατηγορία δανείων, για τα οποία, με βάση τον νόμο, η κύρια προτεραιότητα είναι η βιωσιμότητα της ρύθμισης, ώστε ο οφειλέτης να μπορέσει να την εξυπηρετήσει.
Με τον «κανονικό» υπολογισμό των τόκων, οι δόσεις αυξάνονται σε τέτοιο βαθμό, που μεγάλος αριθμός ρυθμίσεων θα «πέσουν» και οι δανειολήπτες θα χάσουν τις κατοικίες τους.
Υπόμνημα στην κυβέρνηση
Οι servicers έχουν εκφράσει τις έντονες ανησυχίες τους στην κυβέρνηση ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, συνοδεύοντας τις θέσεις τους με μια ειδική μελέτη, που υπολογίζει ότι θα προκληθεί ζημιά ύψους 1,041 δισ. ευρώ για τα τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια του προγράμματος «Ηρακλής». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αρχικά επιχειρηματικά σχέδια των τιτλοποιήσεων εκπονήθηκαν με την παραδοχή ότι οι οφειλές εξοφλούνται τοκοχρεωλυτικά και εκτοκίζονται ως σύνολο.
Οι servicers τονίζουν ότι αυτή η ζημιά είναι «ουσιώδης και μη αναστρέψιμη», καθώς δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από άλλα έσοδα. Προειδοποιούν επίσης για τον κίνδυνο «μόλυνσης» και άλλων τραπεζικών δανείων πέραν του νόμου Κατσέλη, αλλά και για τη δημιουργία μιας νέας «βιομηχανίας αγωγών» από δανειολήπτες που θα διεκδικήσουν τις δόσεις που έχουν ήδη καταβάλει με τον «λάθος» υπολογισμό.
Υποστηρίζουν ότι, βάσει της «σαφούς γραμματικής διατύπωσης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010», η εξυπηρέτηση των ρυθμιζόμενων οφειλών γίνεται με την τοκοχρεολυτική αποπληρωμή του συνολικά οφειλόμενου ποσού. Επισημαίνουν δε ότι η τοκοχρεωλυτική εξυπηρέτηση αποτελεί εδραιωμένη πρακτική στον χρηματοπιστωτικό τομέα για περισσότερο από μια δεκαετία, με τις δικαστικές ρυθμίσεις να εφαρμόζονται μέχρι τώρα με αυτόν τον τρόπο. Επίσης, θέτουν το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου, τονίζοντας ότι οι κανόνες, και μάλιστα αυτοί που εφαρμόζονται διεθνώς, δεν γίνεται να αλλάζουν.
Η εισήγηση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου
Στον αντίποδα, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Ευθ. Αδειλίνη, στην εισήγησή της προς την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, τάσσεται υπέρ των δανειοληπτών. Κρίνει ότι η διατύπωση των δικαστικών αποφάσεων που ρυθμίζουν τα δάνεια είναι συχνά ασαφής ως προς τον υπολογισμό του επιτοκίου, δηλαδή αν αυτό πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο.
Η Εισαγγελέας υποστηρίζει με σαφήνεια ότι ο υπολογισμός του επιτοκίου πρέπει να γίνεται επί της μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου της οφειλής.
Η θέση της βασίζεται στον σκοπό του Νόμου Κατσέλη, που είναι η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και η επανένταξή τους στην οικονομική ζωή, καθώς και η προστασία της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη. Τονίζει ότι ένας υπολογισμός τόκων επί του συνολικού κεφαλαίου θα οδηγούσε σε υπέρογκες δόσεις, υπερβαίνοντας τις οικονομικές δυνατότητες των δανειοληπτών και καταστρατηγώντας το πνεύμα του νόμου.
Επιπλέον, αναφέρει ότι η διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη ωφελεί το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον, καθώς συμβάλλει στην εξυπηρέτηση δανείων, στην αναστολή μαζικών πλειστηριασμών και στη συγκράτηση της αξίας των ακινήτων.