Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την καταστροφή του Τσερνόμπιλ, έχουν καταγραφεί πολλές συνέπειες που επηρεάζουν τόσο το περιβάλλον όσο και τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής.
Ειδικότερα, μια ομάδα ερευνητών που εξετάζει τις δασικές εκτάσεις γύρω από το Τσερνόμπιλ ανακάλυψε ότι η ραδιενεργός μόλυνση έχει μειώσει το ρυθμό αποσύνθεσης της νεκρής φυτικής μάζας. Τα νεκρά φύλλα στο δάσος, μαζί με τα νεκρά πεύκα από το γνωστό Κόκκινο Δάσος, δεν φαίνεται να αποσυντίθενται κανονικά, ακόμα και μετά από αρκετά χρόνια.
Όπως έχουν παρατηρήσει οι ειδικοί ερευνητές, έχουν καταγραφεί πολλές συνέπειες στον πληθυσμό και τη μορφολογία της πανίδας της περιοχής, όπως πτηνά με μικρότερους εγκεφάλους, αύξηση του αριθμού των αραχνών και μείωση του αριθμού των πεταλούδων. Ωστόσο, μικρή σημασία έχει δοθεί στους μικροοργανισμούς, τα έντομα, τα μικρόβια και τους μύκητες που τρέφονται καταναλώνοντας τα απομεινάρια νεκρών οργανισμών. Χωρίς αυτούς τους οργανισμούς «ανακύκλωσης υλικών», ο άνθρακας, το άζωτο και άλλα στοιχεία απαραίτητα για τη ζωή παραμένουν εγκλωβισμένα στους νεκρούς φυτικούς οργανισμούς.
«Εκτός από την παρουσία λίγων μυρμηγκιών, οι νεκροί κορμοί των δέντρων ήταν σε μεγάλο βαθμό άθικτοι όταν τους εξετάσαμε», δήλωσε ο ερευνητής Τίμοθι Μουσώ του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας.
Ο Μουσώ και η διεθνής ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Άντερς Πάπε Μέλλερ του Πανεπιστημίου του Νοτίου Παρισίου, ανακάλυψαν πως η συσσώρευση των οργανικών αποβλήτων ήταν δύο με τρεις φορές υψηλότερη στις περιοχές όπου η μόλυνση από την ακτινοβολία ήταν εντονότερη. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι το ποσοστό της αποσύνθεσης έχει μειωθεί στις πιο μολυσμένες τοποθεσίες λόγω της απουσίας ή μειωμένης παρουσίας των ασπόνδυλων οργανισμών του εδάφους και των μικροοργανισμών.
Η ομάδα συνέλεξε δείγματα ξερών φύλλων από τέσσερα διαφορετικά είδη δέντρων που συλλέχθηκαν από αμόλυντες περιοχές και τις τοποθέτησε σε 20 δασικές περιοχές γύρω από το Τσερνόμπιλ το Σεπτέμβριο του 2007. Οι τοποθεσίες είχαν εκτεθεί σε διαφορετικά επίπεδα ακτινοβολίας, με διαφορά συντελεστή έως και 2.600. Όλες οι σακούλες με τα δείγματα ανακτήθηκαν περίπου ένα χρόνο αργότερα, αποξηράνθηκαν και ζυγίστηκαν για να εκτιμηθεί η απώλεια μάζας τους.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι η απώλεια μάζας ήταν 40% χαμηλότερη στις πιο μολυσμένες τοποθεσίες. Στις περιοχές όπου δεν υπάρχει μόλυνση, 70 με 90% των απορριμμάτων στις τσάντες είχαν χαθεί.
«Η ουσία των αποτελεσμάτων μας ήταν ότι η ακτινοβολία αναστέλλει τη μικροβιακή αποσύνθεση των φύλλων και φυτικών απορριμμάτων στο ανώτερο στρώμα του εδάφους», εξήγησε ο Μουσώ. Η συσσώρευση των απορριμμάτων σημαίνει ότι οι θρεπτικές ουσίες δεν απελευθερώνονται στο χώμα, προσθέτει, το οποίο θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα δέντρα αναπτύσσονται με βραδύτερο ρυθμό γύρω από το Τσερνόμπιλ.