Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η κυρίαρχη και τότε και τώρα ευρωπαϊκή πολιτική ορθότητα και ο φόβος της «ετικέτας» του ευρωσκεπτικιστικού λαϊκισμού παρεμποδίζουν την ακριβή αξιολόγηση των κοσμογονικών αλλαγών του 1989 – 1991. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προσλαμβάνεται ως συνέχεια της πορείας που ξεκίνησε η ΕΟΚ των έξι το 1957, που στην εξέλιξή της, τον Νοέμβριο του 1989, ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα των 12.
Του Γιώργου Καπόπουλου*
Η διαίρεση της Γερμανίας σε ζώνες κατοχής το 1945 και η ίδρυση των δύο γερμανικών κρατών το 1949 δεν ήταν απλώς και μόνο η σημαντικότερη παρενέργεια του Ψυχρού Πολέμου ΗΠΑ – ΕΣΣΔ, που είχε αρχίσει την άνοιξη του 1947 με την εξαγγελία του Σχεδίου Μάρσαλ και του Δόγματος Τρούμαν. Ήταν ταυτόχρονα, για μισό περίπου αιώνα, η λύση του «γερμανικού προβλήματος», που προέκυψε το 1871, όταν, υπό την ηγεμονία της Γερμανίας, συγκροτήθηκε η Ενιαία Γερμανία, μια εξέλιξη που ανέτρεψε τις μέχρι τότε υφιστάμενες ισορροπίες στη γηραιά ήπειρο.
Στην πρώτη ενοποίηση της Γερμανίας το 1871 υπήρχαν δύο αντίβαρα στη δυναμική κυριαρχίας του Βερολίνου στην Ευρώπη: Η Βρετανική Αυτοκρατορία και η τσαρική Ρωσία, που πρωταγωνίστησαν στη ματαίωση της δημιουργίας μιας «γερμανικής Ευρώπης».
Ένα χρόνο μετά την ενοποίηση του 1990, στα τέλη του 1991, τα δύο παραπάνω παραδοσιακά αντίβαρα στη γερμανική παντοδυναμία δεν υπήρχαν πια:
- Η Βρετανία στη Συνθήκη του Μάαστριχτ κατοχύρωνε το δικαίωμα να παραμείνει σε μια δεύτερη ταχύτητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
- Λίγες βδομάδες μετά, στα τέλη του 1991, η Σοβιετική Ένωση έπαυε να υπάρχει.
Μέσα στην ευφορία της υπέρβασης της διαίρεσης της Γιάλτας, του εκδημοκρατισμού στην Ανατολική Ευρώπη και το βολονταρισμό της επιτάχυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που θα πλαισίωνε ως δίχτυ ασφαλείας τη γερμανική ενοποίηση, ελάχιστοι πρόσεξαν πού παρέπεμπαν αθροιστικά τα κοσμογονικά γεγονότα της διετίας 1989 – 1991.
Μια ματιά στο νέο χάρτη της Ευρώπης ήταν αρκετή για να προσγειώσει και τον πιο αθεράπευτα αισιόδοξο στην σκληρή πραγματικότητα. Ο νέος χάρτης δεν απεικόνιζε την Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια αλλά την Ευρώπη της Συνθήκης του Μπρεστ – Λιτόφσκ. Μιας Συνθήκης που υπέγραψε η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων τον Φεβρουάριο του 2018 με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, που είχαν νικήσει στο Ανατολικό Μέτωπο.Το μήνυμα ήταν σαφές: η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που αφορούσε την ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης στο πλαίσιο του συστήματος της Γιάλτας, ανήκε στο παρελθόν.
Παρά τη ρητορική της «πρόσω ολοταχώς» επιτάχυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που προώθησε ο Μιτεράν και προσυπέγραψε ο Κολ, τα βασικά δεδομένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχαν αλλάξει.Η Γερμανία, που είχε ξαναβρεί την πλήρη εθνική κυριαρχία και την κεντρική της θέση στην καρδιά της Ευρώπης, οριοθέτησε τον πάλαι ποτέ φεντεραλιστικό της ζήλο. Το μήνυμα προς τους εταίρους της -και κυρίως προς τη Γαλλία- ήταν ότι δεν αποδεχόταν το δίλημμα «γερμανική Ευρώπη ή ευρωπαϊκή Γερμανία».
Κάθε μελλοντικό βήμα προς την ΟΝΕ αλλά και την πολιτική ενοποίηση είχε πλέον, από γερμανικής πλευράς, ως προαπαιτούμενο να μην είναι τίποτε άλλο παρά η αναγωγή σε ευρωπαϊκή κλίμακα του δυτικογερμανικού μάρκου αλλά και του μεταπολεμικού ομοσπονδιακού μοντέλου.Το 1991 υπήρξε για τη Γαλλία αλλά και για τους υπόλοιπους εταίρους της Γερμανίας μια διπλή προσγείωση στην πραγματικότητα:
- Στη διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που άρχισε την άνοιξη του 1991, έγινε εξαρχής σαφές ότι η γερμανική πλευρά προωθούσε ένα άκαμπτο πλαίσιο δημοσιονομικής αυστηρότητας ως προαπαιτούμενο για την ΟΝΕ, ένα πλαίσιο με απαγορευτικό κοινωνικό και πολιτικό κόστος για τους εταίρους της και κυρίως για τη Γαλλία.
- Το μήνυμα όμως ότι μετά την ενοποίηση τίποτε δεν είναι όπως πριν το έστειλε η γερμανική πλευρά λίγες βδομάδες μετά την έναρξη της σύγκρουσης στη Γιουγκοσλαβία στα τέλη Ιουνίου του 1991.
Η Γερμανία πίεζε ασφυκτικά για την αναγνώριση από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα των 12 της απόσχισης της Σλοβενίας και της Κροατίας, απειλώντας σε αντίθετη περίπτωση να κινηθεί μονομερώς η ίδια με όποια παρενέργεια θα μπορούσε να υπάρξει στην ούτως ή άλλως δύσκολη διαπραγμάτευση ενόψει της Συνόδου του Μάαστριχτ.
Η –στο όνομα της μεταψυχροπολεμικής ευρωπαϊκής πολιτικής ορθότητας – υποτίμηση –αν όχι αγνόηση – των κοσμογονικών γεωπολιτικών ανατροπών της διετίας 1989 – 1991 οδήγησε στην υποβάθμιση των μηνυμάτων που ήταν σαφή εξαρχής.Δεν χρειαζόταν να περιμένουμε την κρίση της Ευρωζώνης μετά το 2010 για να διαπιστώσουμε την αδιαπραγμάτευτη άρνηση του Βερολίνου να συζητήσει την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου και τη μεταφορά πόρων∙ αρκούσε μια αναδρομή στη διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του τείχους στο Βερολίνο οι μεγάλες γεωπολιτικές ανατροπές του 1989 – 1991 εξακολουθούν να υποτιμούνται, με αποτέλεσμα η οριοθέτηση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης που υιοθέτησε η Γερμανία μετά το 1991 να αντιμετωπίζεται ως παρέκκλιση, και μάλιστα προσωρινή, από τον υποδειγματικό ευρωπαϊσμό της Δυτικής Γερμανίας των Αντενάουερ, Μπραντ και Σμιτ.
* Δημοσιογράφος και Υπεύθυνος Δελτίου Ευρωπαϊκών Εξελίξεων ΕΝΑ. Το άρθρο συμπεριλαμβάνεται στο 26ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων