Με τον νόμο «Επενδύω στην Ελλάδα» και το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού του 2020, διαθέτουμε πλέον μια αρκετά ακριβή εικόνα των προσανατολισμών της κυβέρνησης. Παρακάτω θα επιχειρήσω να αποτυπώσω τι στερείται και τι επιδιώκει ή μάλλον σε τι επαφίεται η προτεινόμενη οικονομική πολιτική ιδίως στο αναπτυξιακό της σκέλος.
Του Λόη Λαμπριανίδη*
Βασική διαπίστωση είναι ότι δεν διαθέτει ένα οραματικό σχέδιο για τον μετασχηματισμό της παραγωγικής δομής της χώρας προς κατευθύνσεις αυξημένης προστιθέμενης αξίας, τεχνολογίας και εξαγωγών. Επομένως, δεν στοχεύει στην αναβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η οικονομική κρίση είναι πρόβλημα αλλά οι περισσότερες χώρες και περιοχές στην ιστορία τους πέρασαν κρίσεις και επανήλθαν. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη ενός οράματος για την έξοδο από αυτήν και βεβαίως η ανάπτυξη πολιτικών που να δείχνει εμπράκτως ότι πήραμε τα μαθήματα μας από τα λάθη του παρελθόντος που μας οδήγησαν στην κρίση.
Χαρακτηριστικά και ελλείμματα των νέων αναπτυξιακών κατευθύνσεων
Συνολικά, η προτεινόμενη πολιτική:
- Στερείται μιας συγκροτημένης αναπτυξιακής στρατηγικής για τη βελτίωση της θέσης της χώρας στο Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας. Το κράτος περιορίζεται σε ρόλο «νυκτοφύλακα», όπως η παλαιο-νεοφιλελεύθερη σκέψη απαιτεί, αντί να αναλαμβάνει, σε συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους, κρίσιμο ρόλο στις θεμελιώδεις αποφάσεις για κατανομή των επενδυτικών πόρων της χώρας. Η σημερινή κυβέρνηση δεν φαίνεται να κατανοεί τη σημασία του Στρατηγικού σχεδιασμού με χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι ενώ υιοθέτησε πλήρως το νομοσχέδιο που είχε προετοιμάσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αφαίρεσε τις αναφορές στη σύνδεση του με την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική.
- Στερείται στρατηγικής που να διασφαλίζει την ισόρροπη συμμετοχή όλων στο παραγόμενο προϊόν, να περιορίζει επομένως την ανισότητα, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι η χώρα μας είναι μια από τις πιο κοινωνικά άνισες πανευρωπαϊκά και η ανισότητα (κοινωνική και περιφερειακή) δεν παράγει μόνο κοινωνική δυσφορία αλλά και παραγωγική υποβάθμιση.
- Στερείται κατανόησης της έκτασης της κλιματικής αλλαγής παρά το γεγονός ότι είναι πλέον παρούσα. Ο νόμος «Επενδύω στην Ελλάδα» παραβλέπει τις συνέπειές της και δεν αναπτύσσει πολιτικές για την αντιμετώπισή της.
Κανένα από τα παραπάνω σημεία δεν περιλαμβάνεται ρητά στο πολυνομοσχέδιο ή έστω δεν προκύπτει εμμέσως. Η κυβέρνηση δεν διαθέτει συνεπώς σαφή αναπτυξιακό προσανατολισμό και αντίθετα επαφίεται για την όποια ανάπτυξη σε τυχαίους συνδυασμούς διαφόρων τάσεων και δυναμικών.Ειδικότερα, το αναπτυξιακό «μοντέλο» της κυβέρνησης προϋποθέτει:
- Ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες αυξημένης διεθνούς ζήτησης, που στην περίπτωση μας δεν προβλέπονται -μάλλον το αντίθετο- θέτοντας σε αμφιβολία και τις εκτιμήσεις του προσχεδίου του προϋπολογισμού. Αποτελεί δε πρόβλημα η έλλειψη προετοιμασίας για την αντιμετώπιση του αρνητικού αυτού ενδεχόμενου, φέρνοντας στον νου την αντίστοιχη έλλειψη προετοιμασίας της χώρας στα χρόνια πριν τη χρεοκοπία του 2010.
- Αύξηση της εγχώριας ζήτησης που όμως δεν θα είναι αξιόλογη χωρίς την άμβλυνση των πρωτογενών πλεονασμάτων, που παρότι διακηρύχθηκε προεκλογικά δεν επιδιώκεται από την παρούσα κυβέρνηση. Παρά τα λεγόμενα περί φοροελαφρύνσεων η η φορολογική πίεση (tax burden) δεν μειώνεται παρά ελάχιστα στο σύνολο της οικονομίας (από 40,1% του ΑΕΠ το 2019 στο 39,4% το 2020) σύμφωνα με το κατατεθέν στην Ε.Ε. προσχέδιο του Προϋπολογισμού
- Αύξηση της εγχώριας προσφοράς μέσα από την λογική των οικονομικών της προσφοράς δια της μείωσης των εταιρικών φορολογικών συντελεστών. Η πολιτική αυτή αποδείχθηκε προβληματική σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς δεν είχε τα αναμενόμενα αναπτυξιακά αποτελέσματα και προκάλεσε σαρωτικές αυξήσεις στην ανισότητα. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει γενναία μείωση του βάρους της άμεσης φορολογίας των επιχειρήσεων κατά περίπου 10% και δεν βλέπουμε για ποιο λόγο δεν θα ισχύσει στη χώρα μας ό,τι συνέβη παγκοσμίως. Η προσφορά επενδύσεων χωρίς επαρκή εγχώρια ζήτηση και σε περιβάλλον διεθνούς κάμψης αναμένεται να καταστήσει την εκτίναξη των επενδύσεων ανεκπλήρωτη προφητεία. Το πιθανότερο είναι ότι τα κέρδη από τη μειωμένη φορολογία θα ακολουθήσουν τον συνήθη δρόμο των αγορών ιδίων μετοχών, των αποθεματοποιήσεων, της εξαγωγής τους σε ασφαλείς και αφορολόγητους παραδείσους κ.λπ.
- Απλή ποσοτική επέκταση των παραγωγικών συντελεστών της χώρας χωρίς μετασχηματιστικό δυναμισμό, που μπορεί να διευκολυνθεί π.χ. μέσω της αφαίρεσης εμποδίων, παροχής κινήτρων και γενικότερα μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Πολύ μεγάλο μέρος του «αναπτυξιακού» νομοσχεδίου εστιάζει στην επιτάχυνση αδειοδοτήσεων, την εξάλειψη γραφειοκρατικών αλλά και «γραφειοκρατικών» εμποδίων στην υλοποίηση κ.λπ. Δυστυχώς ούτε εδώ είμαστε αισιόδοξοι: δεν αναμένουμε αξιόλογη αύξηση των επενδύσεων, καθώς ήδη έχουν συντελεστεί τα κρίσιμα βήματα διευκόλυνσης-απάλειψης εμποδίων, παροχής κινήτρων- από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με βάση την πρόσφατη ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το επιχειρηματικό περιβάλλον (Doing Business), η Ελλάδα, στην ενότητα ‘Starting a Business’, σημειώνει την 11η καλύτερη επίδοση παγκοσμίως και την 1η μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε ως αποτέλεσμα των πολιτικών που υλοποιήθηκαν την περίοδο 2016-2018 στον εν λόγω τομέα. Κατ΄ ουσία, υπόρρητα ή ρητά, η παρούσα κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η προηγούμενη έχει πραγματοποιήσει το έργο αυτό σε μεγάλο βαθμό και τίποτα το σπουδαίο δεν θα προκύψει περαιτέρω.
- Μείωση του εργατικού κόστους. Στην ουσία αυτή είναι η εξέλιξη της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Πράγματι, η καθήλωση του εργατικού κόστους που αναμένεται να είναι το αποτέλεσμα της απορρύθμισης των συλλογικών συμβάσεων, των αυξημένων απαιτήσεων για προκήρυξη απεργίας κ.λπ. που φέρνει το πολυνομοσχέδιο, και της μη εφαρμογής της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ για περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού, ενδέχεται να οδηγήσει σε μια μικρή μεγέθυνση της οικονομίας βραχυχρόνια. Κάποιοι εντελώς οριακοί παραγωγοί μπορεί να παραμείνουν λειτουργικοί εκμεταλλευόμενοι την παραμένουσα μαζική ανεργία, παρέχοντας μισθούς επιβίωσης. Παράλληλα όμως η ύπαρξη αυτών των μισθών δρα ανασταλτικά στο σύνολο πιέζοντας τους πτωτικά δημιουργώντας συνθήκες μισθολογικής καθήλωσης, με προφανείς συνέπειες: αδιαφορία των εργαζόμενων καθώς δεν θα βλέπουν οφέλη από την ανάπτυξη, επαύξηση ανισοτήτων, νέα ενίσχυση της φυγής στο εξωτερικό (brain drain), μειωμένη ζήτηση, δημογραφική παρακμή κ.λπ. Επιπρόσθετα δεν ασκείται πίεση στους επιχειρηματίες να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες με αυξημένες απαιτήσεις εργασίας και αμοιβών, αλλά ωθούνται προς την εύκολη λύση, τον ανταγωνισμό χαμηλού κόστους και όχι υψηλής τεχνολογίας και ποιότητας.
- Τεχνητή και μη βιώσιμη διόγκωση της οικονομικής δραστηριότητας – κοινώς «φούσκα». Φοβούμαστε ότι ακριβώς εδώ στρέφεται μέγα μέρος των κυβερνητικών ελπίδων. Ο τομέας που αναμένεται να «φουσκώσει» ώστε να αποτελέσει το κύριο «αναπτυξιακό» στήριγμα είναι τα ακίνητα. Η κυβέρνηση με τη ρητή πρόθεσή της να αναστείλει τον οικοδομικό ΦΠΑ για τα ακίνητα επί μια 3ετία, αντί να προχωρήσει σε μια ορθολογική μόνιμη μείωσή του, επιχειρεί μια ανάρμοστη διαδικασία επιτάχυνσης μιας κατά λοιπά φυσικής πορείας κλαδικής μεγέθυνσης. Ωθεί όποιον διαθέτει ή σκοπεύει να διαθέσει στο κοντινό μέλλον κεφάλαια για επενδύσεις σε ακίνητα να σπεύσει να τα διαθέσει την προσεχή τριετία. Έτσι, για τα 3 προσεχή χρόνια θα υπάρξει κάποια μεγέθυνση της οικονομίας και η κυβέρνηση θα μπορεί να υποστηρίζει ότι τα μέτρα της αποδίδουν και να καρπωθεί τα όποια πολιτικά οφέλη. Βεβαίως στη συνέχεια θα ξυπνήσουμε με τον αναμενόμενο πονοκέφαλο από το «αναπτυξιακό μεθύσι» και θα συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχει επενδυτική άπνοια και καταβαράθρωση της ανάπτυξης γιατί δεν θελήσαμε να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος.
Τέλος, αντί να χαθούν αυτοί οι φόροι, με τις πολιτικές που περιγράψαμε παραπάνω, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να υποβοηθήσουν την χώρα στον αναπροσανατολισμό της προς τις προηγμένες οικονομίες της γνώσης, στηρίζοντας π.χ. τις δαπάνες Ε&Α, τον ασφαλέστερο ίσως δρόμο βιώσιμης αναπτυξιακής αναβάθμισης μιας χώρας.
Καθώς όμως η πολλή δουλειά έχει ήδη γίνει και η εναπομένουσα είναι μεσομακροχρόνιας διάρκειας και αντικείμενο πολύπλοκης σχεδίασης (π.χ. κτηματολόγιο, ολοκληρωμένο σύστημα χρήσεων γης και επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης), επομένως αδύνατο να υποκατασταθεί από έναν και μόνο «θαυματουργό» νόμο, οι διατάξεις του εκτρέπονται ακολουθώντας τροχιά επισφαλή περιβαλλοντικά και αναπτυξιακά.
Σχετικά με το νόμο «Επενδύω στην Ελλάδα»:
Οι απλουστεύσεις εγείρουν θέματα δημόσιας και περιβαλλοντικής ασφάλειας
Ο νόμος 4635/2019 «απλουστεύει» επικίνδυνα και ακροβατικά την περιβαλλοντική αδειοδότηση, απαλλάσσοντας από τον εκ των προτέρων έλεγχο έργα και δραστηριότητες που ενδέχεται να προκαλέσουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (όπως δραστηριότητες που υπάγονται στην οδηγία SEVESO, Off-shore Safety, αγωγοί φυσικού αερίου και παραγωγή εκρηκτικών). Ή πάλι, εκχωρώντας την στον Υπουργό Ανάπτυξης για τις στρατηγικές επενδύσεις, εφόσον καθυστερήσει στην έκδοση η αρμόδια υπηρεσία. Με αυτόν τον τρόπο ενδέχεται να επιτευχθεί παροδική και μικρού βάρους επενδυτική αύξηση, θέτοντας όμως τις γειτνιάζουσες περιοχές κατοικίας αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις ενώπιον αυξημένων κινδύνων.
Ο τουρισμός ξανά…
Μεταφέρει επίσης ξανά την έμφαση των ενισχύσεων στον τουρισμό. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το νόμο για τις Στρατηγικές επενδύσεις δίνει τη δυνατότητα να χαρακτηριστούν ως τέτοιες επενδύσεις στον τουρισμό χαμηλότερου προϋπολογισμού αντίστοιχου με αυτές της βιομηχανίας και των προηγμένων τεχνολογιών. Επίσης, δίνει τη δυνατότητα σε τουριστικές επενδύσεις να ενισχυθούν, πέραν των πολεοδομικών ρυθμίσεων, και με φοροαπαλλαγές. Παράλληλα, προβλέπει ότι από τον αναπτυξιακό νόμο θα μπορούν να ενισχυθούν και τα επενδυτικά σχέδια ξενοδοχείων συνιδιοκτησίας (condo hotels), δηλαδή τμήματα του ξενοδοχείου που θα πουληθούν σε ιδιώτες.
Οι ομάδες πίεσης χαράσσουν τον αναπτυξιακό σχεδιασμό
Ανάλογης λογικής σημειακές παρεμβάσεις μπορεί να θεωρηθούν και οι προσθήκες κλάδων δυνάμενων να κινητροδοτηθούν από τον αναπτυξιακό νόμο: ταχυμεταφορές, διανομή εφημερίδων, delivery, ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα, κατηγορίες εξορύξεων και ξενοδοχεία συνιδιοκτησίας (condo hotels). Η ενίσχυση αυτών των κλάδων είναι είτε ανύπαρκτου αναπτυξιακού δυναμικού, είτε η χώρα μας διαθέτει ήδη φυσικό πλεονέκτημα σε αυτούς και δεν υπάρχει λόγος να κινητροδοτηθούν – για αυτό ακριβώς και αποκλείονταν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι απολύτως αδύνατο να ανιχνεύσει κανείς αναπτυξιακή λογική πίσω από αυτή την επιλογή, και αυτό ίσως εξηγεί την αφωνία της αιτιολογικής έκθεσης. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει πως ενδεχομένως εξυπηρετούν «φωτογραφικά» συγκεκριμένες ομάδες πίεσης. Και βέβαια η επιλογή αυτή δεν είναι χωρίς κόστος. Το «τίμημα» θα είναι η σπατάλη πολύτιμων/σπανιζόντων πόρων που θα μπορούσαν να στραφούν σε δραστηριότητες υψηλής ποιότητας, όπως η ενίσχυση της Ε&Α.
Συναλλαγές και αδιαφάνεια στο όνομα της επιτάχυνσης
Επιπροσθέτως το πολυνομοσχέδιο προχωρά στη μεταφορά των ελέγχων τόσο για τα παρεχόμενα επενδυτικά κίνητρα των αναπτυξιακών νόμων, όσο και για τους ελέγχους αποφάσεων περιβαλλοντικής αδειοδότησης (ΑΕΠΟ) στον ιδιωτικό τομέα, στο όνομα της όποιας επιτάχυνσης, αδιαφορώντας για την ύπαρξη πιθανής έως βέβαιης σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς οι ίδιοι φορείς που θα εμπλέκονται στους ελέγχους για την παροχή κινήτρων και περιβαλλοντικών αδειών ή που με άλλες μορφές θα έχουν ως πελάτες τις επιχειρήσεις που αδειοδοτούν/κινητροδοτούν θα είναι και ελεγκτές. Παρατηρούμε μια θεολογικού τύπου πίστη στην υπεροχή του ιδιωτικού τομέα, αν δεν πρόκειται βέβαια για κάτι απλούστερο: συναλλαγές και αδιαφάνεια. Όλα δε αυτά γίνονται στο όνομα της επιτάχυνσης, που υποτίθεται θα προκαλέσει αναπτυξιακή έκρηξη. Φοβούμαστε ότι θα περιμένουμε πολύ αυτήν την έκρηξη ή θα νοιώσουμε τους κραδασμούς της με την μορφή εργατικών ατυχημάτων, νέων φαινομένων κατασπατάλησης δημόσιων πόρων κ.λπ.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι οι ανωτέρω αναπτυξιακές δυνατότητες, είτε δεν συντρέχουν ολωσδιόλου, είτε δεν επαρκούν ώστε να υπάρξει μια αξιόλογη ανάπτυξη με μετασχηματιστικά χαρακτηριστικά προς την υψηλή τεχνολογία, την βιωσιμότητα, την κοινωνική ισότητα. Οι κυβερνητικές προσδοκίες θα αποδειχθούν εκτός τόπου. Η καθήλωση σε λογικές του παρελθόντος με αναπτυξιακή στρατηγική νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού θα έχει μεσομακροχρόνια πολύ σημαντική αρνητική επίδραση στην χώρα. Η κυβερνητική εμμονή φαντάζει ακόμα πιο αναχρονιστική καθώς σε διεθνές επίπεδο απαξιώνονται τέτοιες επιλογές και ο πλανήτης στρέφεται σε πολύ πιο ενεργές δημόσιες αναπτυξιακές πολιτικές.
* Tο άρθρο του Λόη Λαμπριανίδη, Καθηγητή Παν/μίου, τέως Γενικoύ Γραμματέα Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης περιλαμβάνεται στο 1ο Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας & Πολιτικής του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org