Ο Νίκος Σμυρναίος, Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Κοινωνιολογίας των ΜΜΕ και του Διαδικτύου στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης, μίλησε στο ΕΝΑ για τις επιπτώσεις της κρίσης του κορονοϊού στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα, με έμφαση στο Twitter, με αφορμή το κεφάλαιο (που συνυπογράφει με τον Πάνο Τσιμπούκη, Université Grenoble Alpes) στον υπό έκδοση τόμο: Πλειός, Γ. & Σκαμνάκης, Α., Covid-19 και ΜΜΕ: «Η επικοινωνιακή κατασκευή μιας πανδημίας».
Ποιες αναλογίες και ποιες διαφοροποιήσεις εντοπίζονται ανάμεσα στα παραδοσιακά ΜΜΕ και τα Μέσα της ψηφιακής δημόσιας σφαίρας ως προς την προσέγγιση της πανδημικής κρίσης;
Η βασική αναλογία είναι το πρωτοφανές ενδιαφέρον του κοινού για την επικαιρότητα της πανδημίας, όπως δείχνει η έκρηξη της τηλεθέασης κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων του κατ’ οίκον εγκλεισμού αλλά και η κατακόρυφη αύξηση της επισκεψιμότητας των ενημερωτικών ιστότοπων και της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης την ίδια περίοδο. Σύμφωνα με τις μετρήσεις της Nielsen, στην Ελλάδα η μέση τηλεθέαση από τις 5 ώρες και 20 λεπτά ημερησίως στις αρχές Μαρτίου 2020 «εκτινάχθηκε» στις 7 ώρες και 35 λεπτά στις 25 Μαρτίου, το οποίο συνιστά ιστορικό υψηλό στη χώρα. Από τις 25 χώρες που μετρά η Nielsen, μόνο η Σερβία ξεπέρασε αυτό το ρεκόρ, φτάνοντας στην ίδια περίοδο τις 7 ώρες και 45 λεπτά. Συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε αύξηση του χρόνου τηλεθέασης σε όλα τα κοινά. Από τις 4 Μαΐου υπήρξε μείωση, με τις τιμές όμως να παραμένουν υψηλότερες συγκριτικά με το ίδιο περσινό διάστημα για αρκετές εβδομάδες.
Παράλληλα, υπήρξε κατακόρυφη αύξηση της επισκεψιμότητας των ενημερωτικών ιστότοπων κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού.
Η βασική διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τα κυρίαρχα τηλεοπτικά ΜΜΕ, τα οποία επιβάλλουν μια εικόνα ενότητας και κοινού συμφέροντος απέναντι σε μια ιστορική συγκυρία όπως η πανδημία του κορονοϊού, η ψηφιακή δημόσια σφαίρα αποτελεί μια «αρένα» όπου φορείς τόσο του ηγεμονικού όσο και του αντι-ηγεμονικού λόγου αντιμάχονται για να επιβάλουν τη δική τους θεώρηση των γεγονότων. Αντίθετα με τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ο ψηφιακός δημόσιος χώρος είναι αγωνιστικός και όχι συναινετικός. Για παράδειγμα, τα τηλεοπτικά ΜΜΕ διαμορφώνουν και επιβάλλουν μια επίσημη εκδοχή της πραγματικότητας και του κοινού συμφέροντος («Είμαστε σε πόλεμο ενάντια στην επιδημία», «ενωμένοι θα νικήσουμε», «οι αρχές εργάζονται για το κοινό καλό» κ.λπ.). Όμως αυτή η επίσημη εκδοχή δεν αποτελεί αυθόρμητο προϊόν μιας «αγοράς ιδεών», όπου, σύμφωνα με τη φιλελεύθερη πολιτική φιλοσοφία, διαμορφώνεται μια «δημοκρατική συναίνεση» μέσω διαλόγου και ανταλλαγής επιχειρημάτων, αλλά επιβάλλεται μέσω επικοινωνιακών στρατηγικών και μηχανισμών εξουσίας. Ένας από αυτούς τους μηχανισμούς είναι η συστηματική απολιτικοποίηση των διακυβευμάτων που επιχειρείται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και η αποσιώπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ κοινωνικών ομάδων σε κάθε ιστορική συγκυρία.
Αντίθετα, το διαδίκτυο αποτελεί ένα ανοιχτό πεδίο διαπάλης ιδεών, όπου πολλοί και διαφορετικοί φορείς αντιπαρατίθενται, προσπαθώντας να επιβάλουν τη δική τους ερμηνεία για τα γεγονότα και τη σημασία τους με οποιοδήποτε μέσο έχουν στη διάθεσή τους. Έτσι, πέραν της επίσημης εκδοχής της πραγματικότητας, σε αυτό τον τεράστιο ψηφιακό δημόσιο χώρο βρίσκουμε φήμες, οργανωμένες προσπάθειες παραπληροφόρησης, πολιτική προπαγάνδα, διαφημιστικές εκστρατείες που εκμεταλλεύονται μαζικά προσωπικά δεδομένα αλλά και απόψεις που αντιτίθενται στην καθεστηκυία τάξη ή τάσσονται στην υπεράσπιση κυριαρχούμενων ομάδων. Σε τελική ανάλυση, η κρίση του κορονοϊού δεν έκανε τίποτε άλλο από το να οξύνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Στη μελέτη σας κάνετε λόγο για το «παράδοξο» της τηλεόρασης στην Ελλάδα. Πώς θα το ορίζατε;
Η τηλεόραση είναι το μέσο με τον μεγαλύτερο βαθμό διείσδυσης στην ελληνική κοινωνία, σε σχέση με το εύρος του κοινού που «αγγίζει» αλλά και με το χρόνο τηλεθέασης. Ωστόσο, ο μέσος χρόνος τηλεθέασης από μόνος του δίνει μια πλασματική εικόνα, καθώς το τοπίο της ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι ανομοιογενές. Από τη μια, οι μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς και τα χαμηλότερα οικονομικά και μορφωτικά στρώματα, καταναλώνουν και εμπιστεύονται την τηλεόραση περισσότερο από τον μέσο όρο. Από την άλλη, οι νέοι, τα υψηλότερα οικονομικά και μορφωτικά στρώματα, καθώς και οι κάτοικοι των αστικών κέντρων, προτιμούν για την ενημέρωσή τους το διαδίκτυο. Ταυτόχρονα, το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνει ότι εμπιστεύεται την τηλεόραση (22%) ήταν το 2017 το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, το ποσοστό που εμπιστεύεται το διαδίκτυο είναι ιδιαίτερα υψηλό (42%).
Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ εξαρτάται από τα προαναφερθέντα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά αλλά και από την πολιτική τοποθέτηση. Οι Έλληνες που αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστεροί» εμπιστεύονται τα ΜΜΕ πολύ λιγότερο από αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ως «δεξιοί» σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των ισχυρών (31% έναντι 44%), την επιλογή θεμάτων που τους αφορούν (27% έναντι 35%) ή την κατανόηση της επικαιρότητας (35% έναντι 48%). Αυτή η διαφορετική αντίληψη πηγάζει πιθανότατα από τη δομική τάση της τηλεόρασης προς το συντηρητισμό και την προάσπιση της κυρίαρχης ιδεολογίας, καθώς και από τον έλεγχο των καναλιών από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα τα οποία διαπλέκονται με την πολιτική εξουσία.
Από αυτά τα στοιχεία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για την τηλεόραση στην Ελλάδα ισχύει το εξής παράδοξο: είναι ταυτόχρονα το πιο διαδεδομένο και το λιγότερο αγαπητό μέσο σε ό, τι αφορά την ενημέρωση, ιδιαίτερα μεταξύ των πιο δυναμικών και προοδευτικών κοινωνικών στρωμάτων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αντίφαση αυτή οξύνθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και του περιορισμού κατ’ οίκον και ότι το διαδίκτυο αποτέλεσε τη βασική εναλλακτική πηγή ενημέρωσης.
Μελετήσατε το Twitter κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού. Σε ποια συμπεράσματα καταλήξατε ως προς τις διαφορετικές κοινότητες χρηστών και τα αντίστοιχα αφηγήματα σχετικά με την πανδημική κρίση;
Η έρευνά μας κατέδειξε ότι στο ελληνόφωνο Twitter υπήρξε εξαρχής μια πόλωση μεταξύ των χρηστών της πλατφόρμας σχετικά με την πανδημία, η οποία με την πάροδο του χρόνου οξύνθηκε, κάτι που αντανακλάται στη συσπείρωση, μέχρι πρότινος, διακριτών ομάδων χρηστών είτε υπέρ είτε κατά του αφηγήματος που προβάλλεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Το αφήγημα με το οποίο συντάσσονται οι πρώτοι –βασικά υποστηρικτές της κυβέρνησης– αρκείται στην παρουσίαση της επικαιρότητας της πανδημίας και της κυβερνητικής στρατηγικής, αποσιωπώντας τις κοινωνικές εντάσεις που προέκυψαν λόγω της υγειονομικής κρίσης, κι ως εκ τούτου αποπολιτικοποιώντας την πανδημία. Αντίθετα, μια μεγαλύτερη ομάδα χρηστών ασκεί κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς και επιχειρεί να συνδέσει την πανδημία με πολιτικοκοινωνικά ζητήματα και, ως εκ τούτου, να πολιτικοποιήσει την πανδημία.
Για την έρευνά μας συλλέξαμε πάνω από 300.000 tweets σχετικά με τον κορονοϊό, τα οποία μελετήσαμε συγκριτικά σε δύο χρονικές περιόδους με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά της επικαιρότητας: Η πρώτη μεταξύ 19.3.2020 και 31.05.2020 και η δεύτερη μεταξύ 01.06.2020 και 25.09.2020. Σε γενικές γραμμές, αυτό που παρατηρούμε και στις δύο περιόδους είναι μια έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηστών που αποτελούν την κοινότητα των κυρίαρχων ΜΜΕ και εκείνων που συναποτελούν την κοινότητα της φιλοκυβερνητικής Δεξιάς (ΝΔ), η οποία με τη σειρά της συνδέεται με την κοινότητα που αποτελείται από λογαριασμούς που τοποθετούνται στην άκρα Δεξιά του πολιτικού φάσματος (Χρυσή Αυγή, Ελληνική Λύση, Έλληνες για την Πατρίδα, Νέα Δεξιά κ.λπ.). Μάλιστα, η εγγύτητα ανάμεσα στην κοινότητα των κυρίαρχων ΜΜΕ και σε εκείνη της φιλοκυβερνητικής Δεξιάς αυξάνεται στη δεύτερη περίοδο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι υποστηρικτές της κυβέρνησης δείχνουν προτίμηση στην επικοινωνιακή πλαισίωση της πανδημίας όπως αυτή γίνεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ.
Η πλαισίωση αυτή, σύμφωνα με τη λεξικομετρική ανάλυση, βασίζεται σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι η επικαιρότητα της πανδημίας – και ιδίως η δραματική της διάσταση (αριθμός κρουσμάτων και νεκρών, απειλή από «εισαγόμενα κρούσματα» κ.λπ.). Ο δεύτερος άξονας είναι τα μέτρα και γενικότερα η κυβερνητική στρατηγική (καμπάνια «Μένουμε Σπίτι», περιορισμοί στην κυκλοφορία και στα ωράρια των εμπορικών καταστημάτων, έλεγχοι στις «πύλες εισόδου» της χώρας, μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας, αποφάσεις για τον τουρισμό κ.λπ.). Υπό αυτή την έννοια, η βασική συνιστώσα είναι αυτή της «εθνικής απάντησης» στον κίνδυνο, κάτι που έχει ως συνέπεια την αποπολιτικοποίηση της πανδημίας, καθώς αποσιωπούνται οι κοινωνικές εντάσεις που αυτή προκαλεί και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που διατρέχουν το κοινωνικό σώμα. Βέβαια, αυτή η προσέγγιση είναι μειοψηφική – και μάλιστα μειώνεται από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο από 24% σε 16,43% του δείγματος.
Από την άλλη πλευρά, μεγαλύτερο μέρος του δείγματος αποτελείται από κοινότητες που τηρούν κριτική στάση ως προς τους κυβερνητικούς χειρισμούς και πολιτικοποιούν την πανδημία, συνδέοντάς τη με κυβερνητικές αστοχίες και αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού, καθώς επίσης και με κοινωνικοπολιτικά ζητήματα όπως η ύφεση, η θέση της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία, η αντιπαράθεση μεταξύ συλλογικής και ατομικής ευθύνης, τα «δυο μέτρα και δυο σταθμά» σχετικά με το σεβασμό του νόμου, οι κοινωνικές ανισότητες κ.λπ. Προφανώς αυτή η κριτική στάση χαρακτηρίζει την κοινότητα που περικλείει τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ και τους λογαριασμούς με αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στην εφαπτόμενη κοινότητα της εξωκοινοβουλευτικής και κινηματικής Αριστεράς. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι, σε μια τάση ανάλογη με αυτή της συμπαράταξης των κυρίαρχων ΜΜΕ και της κοινότητας της Δεξιάς στη δεύτερη περίοδο, παρατηρούμε μια σχετική ομογενοποίηση μεταξύ των δύο κοινοτήτων στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Αυτές οι δύο συμμετρικές μετακινήσεις μπορούν να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα της όξυνσης της πόλωσης στην περίοδο που ακολουθεί την καραντίνα, κατά την οποία η λογική «ανάθεσης ευθύνης» μετατίθεται σταδιακά από το ατομικό στο πολιτικό επίπεδο. Είναι, επίσης, σημαντικό να προσθέσουμε ότι η αντιπολιτευτική/αριστερόστροφη στάση υπερτερεί ποσοτικά της φιλοκυβερνητικής/δεξιόστροφης, αν και βαίνει μειούμενη από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο από 30,72% σε 27,47% του δείγματος. Αντίθετα, αυξάνεται το μέγεθος της απολίτικης κοινότητας των χρηστών που αναλώνονται κυρίως σε χιουμοριστικά και καυστικά σχόλια από 19,55% σε 21,41% του δείγματος. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της αύξησης της πολιτικής πόλωσης, η οποία και απωθεί ένα σημαντικό κομμάτι των χρηστών.