Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ξεχωρίζει στον ευρωπαϊκό χάρτη, επιτυγχάνοντας υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ΕΕ, με σταθερά δημόσια οικονομικά, βελτιούμενη αγορά εργασίας και ανακάμπουσες επενδύσεις. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Alpha Bank στο τελευταίο της Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, κάτω από την επιφάνεια της θετικής μακροοικονομικής εικόνας, επιμένει ένα χρόνιο και κρίσιμο πρόβλημα: η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, ο παράγοντας που καθορίζει μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας.
Η ανάλυση της Τράπεζας δείχνει ότι, παρότι η παραγωγικότητα έχει αρχίσει να αυξάνεται μεταπανδημικά (κατά 1,2% ανά απασχολούμενο και 3,3% ανά ώρα εργασίας στο πρώτο εξάμηνο του 2025), η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το πρόβλημα εντοπίζεται σε τέσσερις διασυνδεδεμένους άξονες:
Τις επενδύσεις, τη δομή της οικονομίας, τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και το ανθρώπινο κεφάλαιο.
1. Το επενδυτικό έλλειμμα και η φθορά του παραγωγικού κεφαλαίου
Η κρίση της περασμένης δεκαετίας προκάλεσε κατακόρυφη πτώση των επενδύσεων, ιδίως σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, το είδος επενδύσεων που συνδέεται άμεσα με την παραγωγικότητα. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή απομείωση του παραγωγικού κεφαλαίου, με την εργασία να "συνεργάζεται" με λιγότερο και χαμηλότερης ποιότητας εξοπλισμό.
Παρότι η επενδυτική δραστηριότητα έχει ανακάμψει, η απόσταση από την προ κρίσης εποχή παραμένει μεγάλη. Το 2024, οι επενδύσεις αντιστοιχούσαν μόλις στο 16% του ΑΕΠ, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ-27, έναντι 21,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό βρίσκονται ακόμη 25% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2008, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουν αυξηθεί κατά 11,5%.
2. Μικρές επιχειρήσεις, μεγάλες αδυναμίες
Η δομή της ελληνικής οικονομίας αποτελεί επίσης τροχοπέδη. Σχεδόν 47% των εργαζομένων απασχολείται σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 εργαζομένους (έναντι 30,1% στην ΕΕ), ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι αντιπροσωπεύουν 27% της συνολικής απασχόλησης, υπερδιπλάσιο ποσοστό του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αυτό περιορίζει τις οικονομίες κλίμακας, την πρόσβαση σε κεφάλαιο και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό.
Παράλληλα, η υπεροχή των υπηρεσιών εις βάρος της βιομηχανίας οδηγεί σε χαμηλότερη παραγωγικότητα, καθώς οι περισσότεροι κλάδοι υπηρεσιών είναι εντάσεως εργασίας.
Η βιομηχανία, αν και ενισχύθηκε την τελευταία πενταετία, αντιπροσωπεύει μόλις 15,1% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ), ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη.
3. Η υστέρηση στον ψηφιακό μετασχηματισμό
Μόνο 57% των ελληνικών επιχειρήσεων χρησιμοποιεί προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ των 27, ενώ μόλις 19% αξιοποιεί εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, έναντι 37% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Οι χώρες με υψηλή ψηφιακή διείσδυση -όπως η Φινλανδία, η Δανία και η Ολλανδία- είναι ταυτόχρονα αυτές με τις υψηλότερες επιδόσεις παραγωγικότητας.
Η Alpha Bank υπογραμμίζει τη σημασία των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ, που στοχεύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.
4. Ανθρώπινο κεφάλαιο και "brain drain"
Οι αναντιστοιχίες μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων, η διαρθρωτική ανεργία και οι δυσκολίες εύρεσης προσωπικού αποκαλύπτουν τα βαθύτερα προβλήματα της αγοράς εργασίας.
Η μαζική φυγή εξειδικευμένων εργαζομένων στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης -το γνωστό "brain drain"- αποδυνάμωσε περαιτέρω τη δυναμική της παραγωγικότητας.
Η τράπεζα επισημαίνει την ανάγκη βελτίωσης της σύνδεσης πανεπιστημίων και αγοράς εργασίας και την προσέλκυση επιστημόνων πίσω στη χώρα ("brain regain"), ώστε να ανακτηθεί κρίσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Η επόμενη μέρα: Επενδύσεις, τεχνολογία και θεσμική σταθερότητα
Κατά την Alpha Bank, η άνοδος της παραγωγικότητας μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων και επιτάχυνσης της τεχνολογικής αναβάθμισης.
Παράλληλα, θεωρεί κρίσιμη τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για ένα πιο φιλικό προς τις επενδύσεις θεσμικό πλαίσιο και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Σε μια περίοδο που η Ελλάδα επιδιώκει να μεταβεί σε βιώσιμη, ποιοτική ανάπτυξη, η αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι απλώς ζητούμενο, αλλά προϋπόθεση. Οι επενδύσεις, η καινοτομία και οι δεξιότητες θα καθορίσουν αν η ελληνική οικονομία μπορεί να διατηρήσει τη δυναμική της και να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό πυρήνα.