Μεγάλες προσδοκίες για ένα νέο και ευρωπαϊκό «πακέτο» επιδοτήσεων τρέφει η ελληνική κυβέρνηση, μετά τη διατύπωση της γαλλογερμανικής πρότασης για ένα Ταμείο Ανάκαμψης 500 δισ. ευρώ, με δανεισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την αγορά ομολόγων, προκειμένου να δοθεί... δωρεάν χρήμα (όχι δάνεια...) στις ασθενέστερες οικονομίες της Ευρώπης.
Το... «πακέτο Μέρκελ», εφόσον τελικά υλοποιηθεί το σχέδιο και δεν προσκρούσει στις ισχυρές αντιδράσεις Αυστρίας και Ολλανδίας, είναι ακριβώς ό,τι επιδίωκε η ελληνική κυβέρνηση, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε τονίσει και στη σύνοδο των Ευρωπαίων ηγετών όπου αρχικά συζητήθηκε το θέμα ότι τα κονδύλια για την ανάκαμψη μετά την κρίση του κορονοϊού δεν θα πρέπει να δοθούν ως δάνεια που θα «φουσκώσουν» το δημόσιο χρέος, αλλά ως επιδοτήσεις.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που γίνονται στην Αθήνα, από τα 500 δισ. ευρώ του νέου Ταμείου το μερίδιο της Ελλάδας δεν θα είναι χαμηλότερο από 10 δισ. ευρώ, αφού αυτό είναι το ποσοστό του ελληνικού ΑΕΠ στο ευρωπαϊκό (2%). Στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι πολύ υψηλότερο, δεδομένου ότι τα 500 δισ. ευρώ θα κατανεμηθούν πρωτίστως στις ασθενέστερες οικονομικά χώρες και όχι στις πλουσιότερες, που είναι και οι «αιμοδότες» του κοινοτικού προϋπολογισμού, ώστε να περιορισθούν οι ανισορροπίες που δημιουργούνται εκ του γεγονότος ότι οι ισχυρές οικονομκά χώρες έχουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια να στηρίξουν τις οικονομίες τους στην κρίση.
Βέβαια, η παροχή των επιδοτήσεων από το «πακέτο Μέρκελ» δεν θα είναι μια αυτόματη διαδικασία, όπου θα καθορισθούν κάποια μερίδια των χωρών στους πόρους και θα αρχίσουν αυτοί να εκταμιεύονται. Δεν θα γίνει χρηματοδότηση ελλειμμάτων των κρατών, αλλά χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων για την ανάκαμψη, εξηγούν κυβερνητικές πηγές, υπογραμμίζοντας ότι θα έχει μεγάλη σημασία η καλή προετοιμασία από ελληνικής πλευράς για την απορρόφηση των πόρων.
Σε κάθε περίπτωση, προς το παρόν είναι αδιευκρίνιστοι οι κανόνες για την έγκριση των προγραμμάτων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως βέβαια και ο τρόπος κατανομής των 500 δισ. ευρώ, θέματα που θα αποτελέσουν σημεία διαπραγμάτευσης μεταξύ ηγετών και υπουργών Οικονομικών, εφόσον εγκριθεί επί της αρχής από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η γαλλογερμανική πρόταση για επιδοτήσεις.
Υπενθυμίζεται ότι χθες η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν συμφώνησαν ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα αντληθούν με κοινή έκδοση χρέους από την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα διανεμηθούν κατά προτεραιότητα «στις χώρες που έχουν υποφέρει περισσότερο», όπως δήλωσε η Μέρκελ. Σύμφωνα με την Sueddeutsche Zeitung, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντλήσει 500 δισεκατομμύρια ευρώ από τις αγορές, με την ακριβή διαμόρφωση του πλαισίου να καθορίζεται τις επόμενες ημέρες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Τα χρήματα θα διατεθούν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ιδιαίτερα σε χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία του κορονοϊού και μάλιστα ως επιχορηγήσεις και όχι ως δάνεια».
Όπως αναφέρει η Frankfurter Allgemeine Zeitung, αναλύοντας την γερμανογαλλική πρωτοβουλία, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντλεί χρήματα από τις αγορές και θα τα δίνει - στο πλαίσιο του πολυετούς χρηματοδοτικού πλαισίου της Ε.Ε. – ως βοήθεια στα κράτη – μέλη που πλήττονται από την κρίση.
«Το γερμανογαλλικό σχέδιο θα απαιτούσε την αύξηση του ανώτατου ορίου συνεισφοράς στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για δύο έως τρία χρόνια. Πρακτικά αυτό θα σήμαινε δέσμευση επιπλέον κεφαλαίων των κρατών – μελών για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Αυτά τα χρήματα όμως δεν θα κατατεθούν άμεσα, αλλά θα χρησιμοποιηθούν ως εγγύηση προκειμένου να αντληθούν πόροι από τις αγορές και να αυξηθεί με αυτόν τον τρόπο δραστικά ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. για περιορισμένο χρονικό διάστημα», συνεχίζει η εφημερίδα και αναφέρει ότι η Γερμανία για πολύ καιρό ήταν επιφυλακτική στο να δοθούν ως επιχορήγηση τέτοια χρήματα, τα οποία θα προέρχονταν από δανεισμό, διότι με αυτόν τον τρόπο τα ευρωπαϊκά χρέη δεν θα έπρεπε να αποπληρωθούν από το κράτος που εισπράττει, αλλά από κοινού και μάλλον μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ή ιδίων εσόδων της Ε.Ε. «Ως προς αυτό το θέμα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προφανώς μετακινήθηκε», σημειώνει η FAZ.