Η Ελλάδα είναι μια από τις ακριβές χώρες της Ευρωζώνης, στα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύτηκε σήμερα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης που εστιάζει σε 41 κατηγορίες τυποποιημένων επώνυμων προϊόντων σούπερ μάρκετ και συγκρίνει τις τιμές με άλλες εννέα χώρες της ευρωζώνης, οι τιμές στην Ελλάδα είναι κατά μέσο όρο περίπου 10% υψηλότερες σε σύγκριση με την ευρωζώνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι διαφορές τιμών στην Ελλάδα από άλλες ευρωπαϊκές χώρε, φτάνουν έως και στο 129% στο ανθρακούχο νερό ή στο 56% στο γάλα μακράς διαρκείας UHT.
Επίσης ο στιγμιαίος καφές πωλείται στην Ελλάδα κατά 17% πιο ακριβά, στα δημητριακά 15%, στα ανθρακούχα αναψυκτικά 15%. Ακόμη ο αλεσμένος καφές είναι 50% ακριβότερος, το βούτυρο 54%, η μαργαρίνη 60% και οι χαρτοπετσέτες 100%, ενώ η μέση διαφορά στα ακριβότερα προϊόντα είναι 61%.
Οι υψηλές τιμές, όπως αναφέρει η ΤτΕ, αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό αυξημένη συγκέντρωση στην αγορά των προμηθευτών, όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές οι οποίες προμηθεύουν την αγορά με εισαγόμενα προϊόντα, στρεβλώσεις στην αγορά της λιανικής, καθώς και διαφορές στις καταναλωτικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα αγορά μικρών συσκευασιών.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε σημαντικές μειώσεις τιμών. Συγκεκριμένα, για την ομάδα προϊόντων με τις υψηλότερες πωλήσεις στο δείγμα, η μείωση τιμών στην Ελλάδα θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 17 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για την ομάδα προϊόντων όπου η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες η μείωση τιμών θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 30 ποσοστιαίες μονάδες.
Καθώς στο διάστημα 2011-2023 οι διαφορές στις τιμές μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών του δείγματος μειώθηκαν συνολικά κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, συμπεραίνεται ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού.
Όσον αφορά την αγορά των προμηθευτών, η αύξηση του ανταγωνισμού θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές σε όλα σχεδόν τα προϊόντα της μελέτης, καθώς, για κάθε κατηγορία προϊόντος, ο προμηθευτής με ηγετική θέση στην αγορά κατέχει μεγαλύτερο μερίδιο στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη. Επίσης, περαιτέρω μειώσεις στις τιμές των επώνυμων προϊόντων θα επιτυγχάνονταν από τη μεγαλύτερη διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Τέλος, όσον αφορά την αγορά των σουπερμάρκετ, εκτιμάται ότι μειώσεις τιμών θα μπορούσαν να προέλθουν αφενός μεν από την αύξηση του τοπικού ανταγωνισμού ως προς τον καταναλωτή, αφετέρου δε από τη δημιουργία ενώσεων λιανεμπόρων (buying groups) ως προς τους προμηθευτές, έτσι ώστε να αντισταθμίζονται οι ολιγοπωλιακές πρακτικές των πολυεθνικών και να επιτυγχάνονται καλύτερες τιμές χονδρικής.
Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι εκτός από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, υπάρχουν και ποικίλα άλλα είδη που είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές, όπως τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής και υπηρεσίες τα οποία είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα. Για ένα μεγάλο μέρος προϊόντων αυτού του είδους η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές. Ως εκ τούτου, μικροί τοπικοί παραγωγοί ενδέχεται να μην ακολουθούν τις ίδιες στρατηγικές τιμολόγησης όπως στην περίπτωση πολλών επώνυμων προϊόντων που παράγονται από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, μεταξύ άλλων και στα είδη διατροφής, και παραμένει σε μεγάλο βαθμό (της τάξης του 80%) εισαγόμενος.