Δεν θα βρεθούν πολλοί να διαφωνήσουν με την άποψη ότι ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα έχει χάσει προ πολλού τον προσανατολισμό του και δυσκολεύεται να γίνει χρήσιμος στους εργαζόμενους και ευρύτερα στην κοινωνία.
Λάθη και υπερβολές του παρελθόντος, αλλά και οι ίδιες οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις έχουν οδηγήσει στην απονεύρωση του συνδικαλιστικού κινήματος, σε βαθμό που να αμφισβητείται από πολλούς η κοινωνική του χρησιμότητα, ή ακόμη και η ανάγκη ύπαρξής του.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Έχουν περάσει πια τέσσερις δεκαετίες από τότε που ψηφίσθηκε ο νόμος 1264/1982 «για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων». Σε αυτές τις δεκαετίες, είδαμε να αναβαθμίζεται ο ρόλος του συνδικαλισμού στην κοινωνία, αλλά έγιναν και πολλά που τον έχουν οδηγήσει σήμερα σε αδιέξοδο:
- Διεκδικήσεις εκτός πραγματικότητας, που έδιωξαν από την Ελλάδα μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και αποθάρρυναν, γενικότερα, τη λειτουργία βιομηχανικών μονάδων και την επενδυτική δραστηριότητα.
- Φαινόμενα υπέρβασης του ρόλου των συνδικαλιστών, με πρακτικές συνδιοίκησης, ιδιαίτερα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
- Διεκδικήσεις συντεχνιακών αιτημάτων κόντρα στην κοινωνία και πρακτικές εκβιασμού στο κοινωνικό σύνολο, ακόμη και στέρηση βασικών κοινωνικών αγαθών, όπως το ρεύμα.
- Ανάρμοστες σχέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος με τα κόμματα και την πολιτική εξουσία, που μετέτρεψαν τις οργανώσεις σε κομματικά παραρτήματα και τους συνδικαλιστές σε καριερίστες της πολιτικής.
- Απώλεια της επαφής με το κοινωνικό σύνολο, που μοιραία καταδίκασε τον συνδικαλισμό στην περιθωριοποίηση.
Υποβάθμιση και αποδυνάμωση
Στη δεκαετία της μεγάλης οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, η κατηφορική πορεία του συνδικαλισμού στην Ελλάδα επιταχύνθηκε δραματικά. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, στο πλαίσιο της οποίας απονευρώθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και αποδυναμώθηκε η συλλογική διαπραγμάτευση των εργαζόμενων με τους εργοδότες και το κράτος, περιόρισε ασφυκτικά το πεδίο δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων όλων των βαθμίδων. Ακόμη και η ΓΣΕΕ έπαψε να συμμετέχει σε διαπραγμάτευση με το κράτος και τους εργοδότες για τον κατώτατο μισθό, ο οποίος πλέον ορίζεται με απόφαση υπουργού.
Σε αυτό το ζοφερό τοπίο, προϋπόθεση για την αναγέννηση του συνδικαλισμού είναι η ανανέωση ανθρώπων, ιδεών και πρακτικών.
Χρειάζονται νέοι και δραστήριοι άνθρωποι, χωρίς κομματικές δεσμεύσεις, που θα αναλάβουν το δύσκολο έργο της αναμόρφωσης του συνδικαλισμού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νέας εποχής.
Χρειάζεται οι συνδικαλιστικές ηγεσίες να βγουν από τον μικρόκοσμό τους και να βρεθούν σε συνεχή επαφή με τους εργαζόμενους και το ευρύτερο κοινωνικό σώμα. Χρειάζεται να χαράξουν ένα νέο διεκδικητικό πλαίσιο που θα χαρακτηρίζεται από την εξισορρόπηση των δίκαιων αιτημάτων του κόσμου της εργασίας και των αναγκών της κοινωνίας. Η κοινωνία πρέπει να γίνει ξανά σύμμαχος, όχι αντίπαλος του συνδικαλισμού.
Χρειάζεται σοβαρή, τεχνοκρατική προσέγγιση όλων των θεμάτων, ώστε όλες οι διεκδικήσεις και παρεμβάσεις του συνδικαλιστικού κινήματος να πείθουν για την τεκμηρίωσή τους. Χρειάζεται -και αυτό ίσως είναι το σπουδαιότερο- άμεση προσαρμογή στους νέους τρόπους επικοινωνίας με τους εργαζόμενους και την κοινωνία.
Σήμερα δεν αρκούν οι "ντουντούκες". Απαιτείται άρτια οργάνωση της επικοινωνίας μέσα από το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί γίνεται, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, η ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, εκεί πρέπει να έχει αποτελεσματική παρουσία το συνδικαλιστικό κίνημα.
Χώρα υπερηλίκων και συνταξιούχων
Οι συνταξιούχοι αποτελούν την κοινωνική ομάδα που έχει, ίσως, τη μεγαλύτερη ανάγκη συλλογικής εκπροσώπησης. Όλοι αναγνωρίζουν ότι σε λίγα χρόνια, η Ελλάδα θα είναι μια χώρα συνταξιούχων. Ομως η φωνή τους παραμένει αδύναμη, ενώ τα εισοδήματα και τα δικαιώματά τους βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο αμείλικτων πολιτικών περικοπής και παραβίασης, πάντα στο όνομα της ανάγκης να εξοικονομήσει πόρους ο κρατικός προϋπολογισμός.
Οι αριθμοί που περιγράφουν την εξέλιξη του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα είναι άκρως ανησυχητικοί, ενώ ως τώρα καμιά από τις πολιτικές που κατά καιρούς ασκήθηκαν για την αντιμετώπισή του δεν είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Το 2001, ποσοστό 14,5% του πληθυσμού ήταν άνω των 65 ετών, περίπου ένας στους επτά. Το 2011, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 19,3% του πληθυσμού, δηλαδή σχεδόν ένας στους πέντε πολίτες ήταν ηλικιωμένος. Το 2021, το ποσοστό αυξήθηκε στο 22,6%. Στην επόμενη απογραφή, το 2031, σχεδόν τρεις στους δέκα πολίτες θα είναι ηλικιωμένοι.
Οι συνταξιούχοι δεν φέρουν ευθύνη για το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, αλλά είναι τα μεγαλύτερα θύματά του, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κατάρρευση του 2010, που έφερε αλλεπάλληλα κύματα περικοπών στις συντάξεις, με συνέπεια να γίνουν περίπου 40% φτωχότεροι.
Παράλληλα, το επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων υποβαθμίστηκε μέσα από την υποχρηματοδότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αλλά και από τη δραματική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Ακόμη χειρότερα, οι συνταξιούχοι κλήθηκαν, με τις συρρικνωμένες συντάξεις τους, να αντιμετωπίσουν μια κρίση κόστους ζωής πρωτοφανή, τουλάχιστον για τα χρόνια μετά την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη. Οι αυξήσεις συντάξεων που παρέχονται τώρα είναι προφανώς ανεπαρκείς για να σταματήσουν την επικίνδυνη διάβρωση του εισοδήματος των ηλικιωμένων Ελλήνων.
Που οδηγεί, λοιπόν, αυτή η δυναμική των πραγμάτων; Είναι νομοτέλεια να γίνονται οι συνταξιούχοι όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και να ζουν όλο και χειρότερα;
Ψηφοφόροι χωρίς φωνή
Τα κόμματα εξουσίας δεν έχουν επεξεργαστεί σοβαρές, ολοκληρωμένες πολιτικές που θα αναβαθμίζουν σε μακροχρόνιο ορίζοντα το επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων. Αρκούνται σε «κούφιες» προεκλογικές υποσχέσεις, που μόνο στόχο έχουν την προσέλκυση ψηφοφόρων, χωρίς να συζητούνται σοβαρά τα πραγματικά προβλήματα και να προτείνονται ουσιαστικές λύσεις.
Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, δυστυχώς οι περισσότεροι συνταξιούχοι παραμένουν παθητικοί θεατές, χωρίς φωνή, συμμετοχή σε συλλογική δράση και ουσιαστική δυνατότητα διεκδίκησης όσων τους αξίζουν.
Από το 2006, η Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος, ως μια οργάνωση- ομπρέλα, προσπαθεί να καλύψει αυτό το μεγάλο κενό εκπροσώπησης. Παρά τα βήματα που έχουν γίνει, χρειάζονται πολλά περισσότερα για να αυξηθεί η ενεργός συμμετοχή όλο και περισσότερων συνταξιούχων σε κοινές δράσεις και πρωτοβουλίες και να ακουσθεί πιο καθαρά και μέσα από όλες τις σύγχρονες μορφές επικοινωνίας η φωνή των συνταξιούχων.
Η Α.Γ.Σ.Σ.Ε. πρέπει να παίξει τα επόμενα χρόνια καθοριστικό ρόλο στον κοινωνικό διάλογο για το ασφαλιστικό, την υγεία και την πολιτική για την τρίτη ηλικία. Αλλιώς, θα είναι αναπόφευκτο να βλέπουμε να λαμβάνονται αποφάσεις για μας, χωρίς εμάς!
* Πρόεδρος ΟΣΤΟΕ (Ομοσπονδία Συνταξιουχικών Τραπεζικών Οργανώσεων Ελλάδος)