Μετά τις μειώσεις φόρων που ανακοίνωσε κι ενώ ετοιμάζει ένα δεύτερο πακέτο φορολογικών ελαφρύνσεων που θα συνοδεύει το προσχέδιο του νέου Προϋπολογισμού, το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο καλείται να λύσει μια δύσκολη εξίσωση: Να βρει τρόπο για να καλύψει το δημοσιονομικό κόστος αυτών των «φιλολαϊκών» μέτρων και ταυτόχρονα να επιτύχει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών Θεσμών που παρακολουθούν τις κινήσεις και τους σχεδιασμούς της ελληνικής κυβέρνησης έχουν έτοιμη την απάντηση στο πρόβλημα: Περαιτέρω περικοπές στις κρατικές δαπάνες. Όπως επισημαίνουν σε άτυπες επαφές τους με κυβερνητικά στελέχη, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για συνδυασθούν φοροελαφρύνσεις και υψηλά πλεονάσματα. Κατά τις εκτιμήσεις τους, αυτός ο διττός στόχος μπορεί ίσως να επιτευχθεί οριακά τη φετινή χρονιά, αλλά θα είναι ανέφικτος την επόμενη, όταν θα τεθούν σε ισχύ πολλές από τις φοροελαφρύνσεις που ανακοινώνονται τώρα.
Ανάλογες επισημάνεις-προειδοποιήσεις αναμένεται ότι θα διατυπωθούν στην προγραμματισμένη για τις 5 Σεπτεμβρίου συνεδρίαση του EuroWorking Group. Εκεί η ελληνική πλευρά θα κληθεί να δώσει πειστικές απαντήσεις, παρουσιάζοντας ένα αξιόπιστο σχέδιο με όλες τις δημοσιονομικές παραμέτρους των φορολογικών μέτρων για φέτος και το 2020, καθώς και τις εκτιμήσεις της για την πορεία των δημόσιων δαπανώ και εσόδων που πρέπει να οδηγεί σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%.
Επισημαίνεται ότι το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2020-2023 που έχουν στα χέρια τους οι Θεσμοί από την προηγούμενη κυβέρνηση, προβλέπει δημοσιονομικό «χώρο» μόλις 60-70 εκατ. ευρώ για το 2020 - μετά την εφαρμογή των θετικών μέτρων του «πακέτου Τσίπρα». Ενώ λοιπόν η επίτευξη του φετινού στόχου δεν ενέχει ιδιαίτερες δυσκολίες για την κυβέρνηση, για την επόμενη χρονιά φαίνεται ότι αποτελεί στοίχημα αμφίβολης έκβασης, που πρέπει να κερδηθεί παντί τρόπω.
Άλλος τρόπος δεν φαίνεται να υπάρχει, παρά μόνον αυτός που με περισσή ευκολία προτείνουν οι δανειστές: Με «βαριά καρδιά» η κυβέρνηση θα αναγκασθεί να «πάρει το ψαλίδι» για να αρχίσει να κόβει κρατικές δαπάνες όπου μπορεί. Θα είναι η πρώτη «δόση» μιάς νέας λιτότητας που μπορεί να επιβληθεί αθόρυβα, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και να διατηρηθεί - και να ενισχυθεί περαιτέρω – η άρτι ανακτηθείσα εμπιστοσύνη των αγορών στην Ελλάδα.
Το σχέδιο των πρώτων περικοπών βρίσκεται ήδη υπό κατάρτιση. Η βασική κατευθυντήρια οδηγία από το Μαξίμου και τις Βρυξέλλες είναι ότι δεν θα «ψαλιδιστεί» το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, που πρέπει να αποτελέσει μοχλό για επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Στην «προκρούστεια κλίνη» μπαίνουν οι δαπάνες των ΔΕΚΟ, οι επιχορηγήσεις προς ασφαλιστικούς φορείς, οι μισθολογικές δαπάνες του Δημοσίου (αυξήσεις, υπερωρίες), το κονδύλια για αναλώσιμα και τα λειτουργικά έξοδα των δημόσιων υπηρεσιών κλπ. Κατά τις εκτιμήσεις επιτελών του ΥΠΟΙΚ, υπάρχει δυνατότητα εξοικονόμησης 1-1,1 δισ. ευρώ ετησίως, που θα αντισταθμίσει τη δημοσιονομική επιβάρυνση από τα μέτρα της νέας κυβέρνησης.
Ειδικότερα, εκτιμάται ότι μπορεί να γίνουν οι ακόλουθες μειώσεις δαπανών:
- Περί τα 400 εκατ. ευρώ στις ΔΕΚΟ.
- Τουλάχιστον 150 εκατ. ευρώ θα εξοικονομηθούν από την αναστολή των προβλεπόμενων αυξήσεων αποδοχών δημοσίων υπαλλήλων
- Κατά 160 εκατ. ευρώ θα μειωθούν οι συνολικές επιχορήγησης σε ασφαλιστικά ταμεία.
- Περικοπές 200 με 250 εκατ. ευρώ στις καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου, με προοπτική περαιτέρω συρρίκνωσης τους
- Τέλος, εξοικονόμηση 140 εκατ. ευρώ ετησίως μπορεί να επιτευχθεί από τη δραστική αποκλιμάκωση των επιτοκίων των εντόκων γραμματίων και τη μείωση του δανεισμού του Δημοσίου.
Οι περικοπές αυτές δεν θίγουν άμεσα και φανερά κάποιες επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες. Εκτιμάται λοιπόν ότι μπορεί να γίνουν «αθόρυβα και ανώδυνα», χωρίς να προκληθούν σοβαρές αντιδράσεις και κοινωνική δυσαρέσκεια.